Οι γλάροι πέταξαν πάνω από το λιμάνι σαν λεπτές, κατάλευκες σαίτες που έκοβαν στα δύο τον γαλαζωπό ουρανό.
Οι γεροντότεροι μουρμούριζαν ήδη στις γωνιές του νησιού πως ερχόταν καύσωνας,μερες ακόμη πιο ζεστές, είχαν όλα τα σημάδια που μπορούσαν να διακρίνουν γύρω τους στη φύση.
Ο Αλέξης ήπιε μια γκαζόζα στο παραλιακό καφενεδάκι και ένα στραπατσαρισμένο αυτοκινητάκι που εκτελούσε χρέη νησιωτικού ταξί, σταμάτησε παραδίπλα στο άνοιγμα που άφηνε ελεύθερο το δρόμο για τους ταξιδιώτες που κατέβαιναν από τα πλοία που επισκέπτονταν το νησί.
Από μέσα βγήκε ένα μελαμψό αγόρι πάνω κάτω στην ηλικία του Αλέξη με στρογγυλό πρόσωπο,μάτια σαν κάρβουνα και μαλλιά κοντοκουρεμένα σαν στρατιώτης έτοιμος να παρουσιαστεί.
Η φωνή του ήταν λίγο μόρτικη μα το βλέμμα του αθώο και παιδιάστικο ακόμη.
"Ακόμη να έρθουν οι δικοί σου;"ρώτησε τον Αλέξη με δήθεν απηυδισμένο ύφος μα εκείνος δεν φάνηκε να ταράζεται.Τον ήξερε τον Στέλιο από τότε που ήταν μικρά παιδιά και γνώριζε πως πάντα του άρεσε να γκρινιάζει λίγο προτού κάνει καθετί.Ήταν το χούι του και όσοι τον ήξεραν τον έκαναν χάζι και δεν τον παρεξηγούσαν.
"Δε κάθεσαι να σε κεράσω μια γκαζόζα ρε Στέλιο;"τον ρώτησε χαμογελώντας ο Αλέξης και ο ταξιτζής μη θέλοντας και πολλά παρακάλια για να πιει το δωρεάν αναψυκτικό,πηρε θέση στη ψάθινη καρέκλα στο πλάι του Αλέξη.
"Σαν να το βλέπω εκεί στον ορίζοντα"έδειξε με το δάχτυλο του ο καφετζής καθώς απίθωνε το μπουκάλι της γκαζόζας στο τραπέζι και ο Αλέξης ήξερε πως ο κυρ Μπάμπης,που είχε δει από το μαγαζάκι του τόσα πλοία να φτάνουν,δεν έκανε λάθος.
"Από Αθήνα είπες έρχονται;"ρώτησε ο Στέλιος και άναψε ένα τσιγάρο στα γρήγορα.
"Από Αθήνα"
"Και είναι φίλοι σου;"ρώτησε πάλι ο Στέλιος που φαίνεται δεν είχε προσέξει πόσο μουτρωμένος έδειχνε ο Αλέξης στη προοπτική να υποδεχτεί το καράβι που είχε εμφανιστεί πλέον για τα καλά στον ορίζοντα.
"Ας πούμε ναι"απάντησε ο Αλέξης που τώρα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.
"Δηλαδή δεν είναι και πολύ φίλοι σου,σαν να λέμε"
"Στέλιο τη κολοκυθιά θα παίξουμε; Είπα είναι φίλοι μου,τι άλλο να σου πω;"
Ο Στέλιος σαν να κατάλαβε πως κάτι τριβέλιζε το παλιό του φιλαράκι και δάσκαλο και σώπασε μη θέλοντας να τον ζορίσει περισσότερο.
"Βασικά ο ένας είναι φίλος μου.Η κοπέλα που είναι μαζί του είναι η αδερφή του"παραδόθηκε νιώθοντας άσχημα για την απότομη συμπεριφορά του.
"Θα μείνουν μέρες;"
"Ακόμη δε ξέρω τι έχουν σκοπό να κάνουν.. Καλά καλά δεν ήξερα που λέει ο λόγος πως θα έρθουν..."
Δεν είπαν κάτι άλλο για τους Αθηναίους που περίμεναν, μόνο άλλαξαν κουβέντα και μίλησαν για ώρα περί ανέμων και υδάτων μέχρι που το πλοίο της γραμμής έδεσε στο μικρό λιμάνι της χώρας.
Οι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν χαρωπά από τις στενές σκάλες του πλοίου με τον ενθουσιασμό και τη ζωντάνια τους να σκορπάει στον αέρα σαν χρυσόσκονη αγκαλιάζοντας τα πάντα.
Ο Αλέξης σηκώθηκε για να υποδεχτεί τους φίλους του ενώ ο Στέλιος έμεινε στη καρέκλα του απολαμβάνοντας το τσιγάρο μέχρι να χρειαστεί να επιβιβαστούν στο αυτοκίνητο.
Οι δύο γνωστές φιγούρες δεν άργησαν να φανούν καθώς κατέβαιναν τη σκάλα και παρά τα λίγα χρόνια που είχαν περάσει,ο Αλέξης θα ορκιζόταν πως ήταν όπως ακριβώς τους άφησε.
Όταν όμως έφτασαν κοντά του και χαιρετήθηκαν εγκάρδια δε μπόρεσε παρά να αναγνωρίσει ορισμένες αλλαγές στα πρόσωπα τους που δεν υπήρχαν όταν τους είχε δει για τελευταία φορά.
"Καλώς ήρθατε!Πως ήταν το ταξίδι;"
"Εγώ για να πω την αλήθεια Αλέξη το χάρηκα.Οι ώρες ήταν πολλές βέβαια μα το πλοίο ήταν χαρά Θεού με όλες τις ανέσεις και μας έκανε καλό καιρό, ούτε μας κούνησε.Βέβαια ο κύριος από εδω είχε σίγουρα άλλη γνώμη"απάντησε πρώτη η Νίκη με τον γνωστό σκερτζόζικο τρόπο της και έδειξε τον αδερφό της που δεν φάνηκε να συμμερίστηκε το αστείο του πράγματος.
"Αυτό το σαπιοκάραβο κουνούσε σαν τρελό.Ασε την Νίκη να λέει, όλοι οι επιβάτες ήταν σε κακά χάλια και εκείνη απολάμβανε τη θέα από το κατάστρωμα."
"Βλέπεις κανέναν άλλο να έχει αυτό το χρώμα στο πρόσωπο του όπως εσύ;Ε γεράκο μου;"τον πείραξε η Νίκη αν και στη πραγματικότητα ήταν μεγαλύτερη από τον αδερφό της.
Τον περνούσε πέντε χρόνια και άρα ήταν μεγαλύτεροι και από τους δύο μα το παιδικό της, χαριτωμένο πρόσωπο και η τσαχπινιά στις κινήσεις της εύκολα μπορούσε να σε ξεγελάσει και να τη περάσεις και για κορίτσι της ογδόης.
"Θα ξεκουραστείτε και θα συνέλθει και ο Ηλίας.. Ελάτε,σας έχω κλείσει ξενοδοχείο εδώ λίγο παρακάτω μα σκέφτηκα να πάμε με το ταξί μιας που θα έχετε και βαλίτσες"
Πράγματι οι αποσκευές έφτασαν αμέσως μετά στο πλάι τους από τον αχθοφόρο που πήρε το φιλοδώρημα του και έφυγε για να συνεχίσει τη δουλειά του.
"Εσύ δε μένεις εδώ κοντά;"ήταν η φωνή του Ηλία τώρα που ρωτούσε.
"Όχι, εγώ μένω λίγα χιλιόμετρα πιο έξω σε ένα μικρό χωριό αλλά παραείναι ήσυχο για εσάς..Δεν έχει πολλά πράγματα να κάνετε εκεί"
"Εγώ αδερφέ μου, πίστεψε με θέλω μόνο να ησυχάσω..Δε ξέρω τι θα κάνει η δεσποινίδα από εδώ αλλά δεν ήρθα για να κάνω ντόλτσε βίτα" φαινόταν απογοητευμένος αλλά ο Αλέξης προτίμησε να μην το ρωτήσει λεπτομέρειες μέχρι να είναι κι εκείνος έτοιμος και πιο ξεκούραστος.
"Εγώ προτείνω να πάμε στο χωριό σου Αλέξη!Μου αρέσουν τα γραφικά χωριουδάκια..Είχα περάσει έναν υπέροχο μήνα στη Προβηγκία ,στο γαλλικό νότο στο cottage μιας συμφοιτήτριας μου"
Τα δύο αδέρφια Ζώγου είχαν μητέρα Γαλλίδα και παρά το γεγονός πως ήταν γέννημα θρέμμα και οι δύο της Αθήνας, είχαν στενές σχέσεις με τη Γαλλία και κυρίως με το Παρίσι.
Η Νίκη είχε μάλιστα σπουδάσει και εκεί, γαλλική φιλολογία καθώς μιλούσε άπταιστα τα γαλλικά από πολύ μικρή ηλικία..Ο Αλέξης έριξε μία ματιά στο μοντέρνο καρέ της Νίκης με τα χαριτωμένα κυματιστά καστανά μαλλιά,το κόκκινο μπλουζάκι της που εφάρμοζε ελαφρώς προκλητικά στο κορμί της και την αέρατη μακριά φούστα της και θυμήθηκε πόσο ενοχλούσε κάποτε τον Ηλία που η αδερφή του ήταν τόσο ελεύθερο πνεύμα.
"Υπάρχει μια μικρή πανσιόν στο χωριό αλλά μη φανταστείτε τίποτα ανέσεις..Και δε ξέρω αν έχει καμία σχέση με το γαλλικό αγρόκτημα που έμεινες, Νίκη"γέλασε ο Αλέξης και τα δύο αδέρφια έκαναν την ίδια στιγμή μια χαλαρή χειρονομία σαν να εξηγούσαν πως δεν υπήρχε λόγος να δικαιολογείται.
"Θα έχει όμως δωμάτια;"ρώτησε αθώα η Νίκη και ο Αλέξης γέλασε και πάλι:
"Πίστεψε με, όλο το σπιτάκι της κυρά Νίτσας θα είναι δικό σας"
Γνώριζε την οικονομική κατάσταση των δύο τους, προέρχονταν από μια οικονομικά εύρωστη οικογένεια μα ευτυχώς ήταν και οι δυο εύκολοι άνθρωποι και μπορούσαν εύκολα να βρουν θετικά σε κάθε άσχημη κατάσταση.
"Στέλιο, ήρθε η ώρα"φώναξε στο ταξιτζή που τους παρατηρούσε ήδη έχοντας τελειώσει το τσιγάρο του μα πριν προλάβει να σηκωθεί ο νεαρός από το κάθισμα του,άκουσε τη φωνή της Νίκης στο πλάι του:
"Αχ να σας πάρω ένα τσιγάρο,τα δικά μου τελείωσαν στο πλοίο"
Ο Ηλίας τη σκούντηξε ντροπιασμένος και εκείνη μουρμούρισε ένα "τι;" ανέμελα καθώς ο Στέλιος της έτεινε το πακέτο του με κόκκινα μάγουλα, απορώντας τι σόι γυναίκες ήταν αυτές οι πρωτευουσιάνες που κυκλοφορούσαν με ανοιχτές μπλούζες και κάπνιζαν τσιγάρα σαν άντρες.
STAI LEGGENDO
Τα φτερά του έρωτα
Romanzi rosa / ChickLitΜια ντροπαλή βιβλιοπώλης, ένα παλιό γράμμα και μια ιστορία αγάπης από το παρελθόν που οδηγεί τη πρωταγωνίστρια μας σε μυστικά που δε φανταζόταν αλλά και σε έναν έρωτα που δε περίμενε.