Ο διάδρομος με τις δάδες

53 9 5
                                    

Κάτι σύρθηκε προς το μέρος μας μέσα στα σκοτάδια και κολλήσαμε ο ένας πάνω στον άλλον.

Για κάτι δευτερόλεπτα κρατήσαμε την ανάσα μας καθώς αυτό το πράγμα πλησίαζε. Συνεπώς επικρατούσε σιωπή μέχρι που ο άμοιρος Πασκάλ έκανε ένα βήμα πιο δεξιά και ο Μάρκους έβγαλε τέτοια τσιρίδα που παίζει να ακούστηκε μέχρι το σχολείο.

Μάρκους: ΤΙ ΣΤΟΝ ΔΙΑΟΛΟ ΚΛΑΚΕΤΕΣ ΦΟΡΑΣ?

Ταυτόχρονα εγώ και η Πηνελόπη κλείσαμε το στόμα του Μάρκους με τα χέρια μας.

Όλγα: Απλά... μην μιλάς.

: Χμμ μεγάλη παρέα είστε.

Μέσα στην προσπάθεια να κάνουμε τον Μάρκους να σκάσει, ξεχάσαμε τι γινόταν γύρω μας και το νέο άτομο (ελπίζω) βρισκόταν μπροστά μας.

Η Πηνελόπη με έπιασε από το χέρι. Το δικό της ήταν κρύο και έτρεμε από τον φόβο (ποίηση).

Μαρτίνους: Τι θέλεις και ποιος είσαι?

Τα φώτα τότε ανάψανε από μόνα τους και επιτέλους μπορέσαμε να δούμε τι είχαμε μπροστά μας το οποίο ήταν απλά μια γριά.

Μια μικροσκοπική κοντή γριά με μακριά γκρίζα μαλλιά που έφταναν μέχρι την μέση της και ήταν μπερδεμένα. Το πρόσωπο της ήταν γεμάτο ρυτίδες και τα μάτια της ήταν στραμμένα πάνω μας.

Φορούσε ένα μαύρο πράγμα στυλ μανδύα, παλιό και σκούρο, καθώς επίσης και κουκούλα.

: Καλώς ορίσατε παιδιά στο σπίτι μου. Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Ονομάζομαι Arman. Σαν στο σπίτι σας!

Έτσι είπε και μας χαμογέλασε με ένα περίεργο χαμόγελο. Τα δόντια της ήταν μυτερά και μαύρα. Η Ρέιτσελ μόλις τα είδε, πήγε τρία βήματα πιο πίσω.

Ρέιτσελ: Τι θέλεις από εμάς? Να μας φας?

Άλλες φορές θα ακουγόταν αστεία αυτή η πρόταση. Σε αυτή την περίπτωση όμως, η φωνή της Ρέιτσελ έτρεμε από τον φόβο.

Κοίταξα γύρω την φοβερή μου παρέα. Εγώ με το ένα χέρι κρατούσα την Πηνελόπη και με το άλλο έκλεινα το στόμα του Μάρκους, ο οποίος φαινόταν έτοιμος να γελάσει. Δίπλα στην Πηνελόπη στεκόταν ο Μαρτίνους, ο οποίος έμοιαζε ο πιο ψύχραιμος από όλους. Στην γωνία πίσω από τον Μαρτίνους ήταν κρυμμένος ο Νίκολας. Στην άλλη μεριά του κελιού βρισκόταν η Μελίνα, επίσης σοβαρή, κοιτούσε την γριά με μίσος και δίπλα της στεκόταν ο Πασκάλ, ξεκάθαρα στα πρόθυρα κρίσης.

Η γριά κοίταξε την Ρέιτσελ και άρχισε να γελάει δυνατά. Η φωνή της ήταν λεπτή, σαν κάποιας νεαρής κοπέλας της ηλικίας μας.

Αρμαν: Εγώ δεν τρώω ανθρώπους θα με περάσατε για κάποια άλλη. Αλλά θέλω να κάνετε κάτι για εμένα. Πρώτα όμως θα πρέπει να σας πω μια ιστορία. Ελάτε μαζί μου.

Η πόρτα του κελιού άνοιξε από μόνη της και η γριά έκανε στην άκρη. Μπροστά μας βρισκόταν ένας μακρύς διάδρομος με δάδες δεξιά και αριστερά.

Αρμαν: Πηγαίνετε όλο ευθεία παιδιά. Θα έρθω και εγώ. Χωρίς κόλπα παρακαλώ...

Μας κοίταξε με ένα σατανικό χαμόγελο.

Αρμαν: ...αλλιώς το καημένο σκυλάκι θα την πληρώσει πολύ ακριβά. Ξέρετε, έχει αρκετές μέρες να φάει ένα καλό γεύμα ο σύζυγος μου. Συνήθως προτιμάει ανθρώπινη σάρκα, αλλά και το σκυλάκι θα του κάνει...

Έτσι είπε, κάνε ένα βήμα προς την άλλη μεριά, την σκοτεινή στην οποία δεν υπήρχαν φώτα και εξαφανίστηκε.

Ο Μαρτίνους γύρισε προς το μέρος της παρέας.

Μαρτίνους: Τι κάνουμε?

Πηνελόπη: Τι να κάνουμε? Θα πάμε να μας πει τι θέλει. Δεν θα αφήσω τον Μπρουνο να πάθει τίποτα.

Μαρτίνους: Ναι αλλά άμα σε αυτόν τον διάδρομο υπάρχει κάποια δίοδος να ξεφύγουμε? Θα κάτσουμε όλοι εδώ μόνο και μόνο για ένα σκυλί?

Η Πηνελόπη πήγε πιο κοντά του 

Πηνελόπη: Σου θυμίζω ότι το σκυλί δεν σου ανήκει και δεν αποφασίζεις εσύ για αυτό.

Μαρτίνους: ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΠΡΟΘΥΜΟΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΔΩ ΜΕΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΜΑΣ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ Ή ΝΑ ΚΑΛΕΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΟΧΙ ΝΑ ΚΑΘ-

Πριν προλάβει να τελειώσει την πρόταση, η Πηνελόπη τον αγκάλιασε.

Περάσανε κάτι δευτερόλεπτα και η Μελίνα άρχισε να κινείται προς την πόρτα.

Μελίνα: Ε...παιδιά. Συγγνώμη που διακόπτω αλλά εγώ θα συνιστούσα να πάμε. Όχι ότι η γνώμη μου μετράει αλλά...

Τότε μόνο ψιλοξυπνήσαμε όλοι οι άλλοι που είχαμε μείνει απλά να κοιτάμε την Πηνελοπη και τον Μαρτίνους σαν χάνοι και την ακολουθήσαμε.

Πηνελόπη: Αν υπάρχει τρόπος διαφυγής φύγετε εσείς. Εγώ θα κάτσω εδώ να πάρω τον Μπρούνο.

Μαρτίνους: Θα κάτσω μαζί σου.

Μέσα στα φώτα των δαδών του διαδρόμου, πρόσεξα ότι την κρατούσε από το χέρι.

Όλγα: Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω ούτε εγώ. Ο σκύλος ανήκει και σε εμένα.

Έτσι συμφωνήθηκε ότι όλοι θα κάτσουμε.

Τρόπος διαφυγής και να θέλαμε στον διάδρομο δεν υπήρχε. Όταν φτάσαμε στο τέλος, βρεθήκαμε σε μια μεγάλη τραπεζαρία, με πιάτα και φαγητά πάνω. Η γριά καθόταν ήδη στην κεφαλή.

Αρμαν: Καθίστε παιδιά! Το φαγητό είναι πολύ νόστιμο. Πρέπει όπως και δηποτε να δοκιμάσετε την μακαρονάδα μου!

A night at the trampoline Where stories live. Discover now