Στο σπίτι υπήρχε απόλυτη ησυχία, εκτός από τον γλυκό ήχο των πιρουνιών που τρύπαγαν με μανία το κοκκινιστό που είχε μαγειρέψει η κυρά Λένα από τα χαράματα. Οι σάλτσες είχαν γλιστρήσει μέχρι τα μπούτια μου, ο πατέρας μου βούταγε το ψωμί στη σαλάτα και το άφηνε να κάνει ύπτιο μέσα στο λάδι.
«Τρώγε, όσο μπορείς γιατί άμα έρθει η μάνα σου θα αρχίσει τη μουρμούρα για τους τρόπους μας.» έλεγε μπουκωμένος.
«Άντε καλέ, υπερβολικός είσαι, κοίτα πόσο διακριτικοί είμαστε.» Έφευγαν πατάτες, ντομάτες πάνω τραπεζομάντιλο, ψίχουλα από το ψωμί εκτοξεύθηκαν μέσα στο ποτήρι με το νερό.
Εγώ τη σκηνή αυτή την ονομάζω ποιητικό έργο.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε ξαφνικά. Μια κατακόκκινη Λένα με κοιτούσε με μάτια ταύρου έτοιμη να μου χιμήξει. Έκανε την κίνηση ματ, να βγάλει από το πόδι της, το κόκκινο τσόκαρο που φορούσε. Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα, ο εγκέφαλος μου ούρλιαξε «Προσοχή κίνδυνος», εκτοξεύθηκα από τη καρέκλα και κρύφθηκα πίσω από το κύριο Αλέκο που δεν έλεγε να αφήσει τη μπουκιά κάτω.
«Όλο το χωριό για τα καμώματα σου μιλάει!» έτρεξε κατά πάνω μου με το τσόκαρο στο χέρι.
«Να σου εξηγήσω! Δεν είναι αυτό που νομίζεις!» φώναζα όσο έτρεχα γύρω από το τραπέζι, και τη κυρά Λένα από πίσω μου.
«Έννοια σου και όλα τα έμαθα! Πρώτη μέρα και μας έκανες ρεζίλι!» φώναζε.
«Ρεζίλι, επειδή υπερασπίστηκα τον εαυτό μου και τη φίλη μου τη Τασούλα;»
«Να τον υπερασπιζόσουν πιο διακριτικά!» ούρλιαξε. «Α, ξανά σμίξατε με τη Τασούλα, είδες πως μεγάλωσε, καλό κορίτσι, να της δώσεις τα χαιρετίσματα μου.»
Έκανα το σταυρό μου, όταν συνειδητοποίησα ότι δεν θα βγάλω άκρη με αυτή τη γυναίκα.
Η κυρία Λένα τράβηξε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού και έκατσε να πάρει μια ανάσα, είσαι κοκκινίσει από το τρέξιμο και τη σύγχυση. Έκανε αέρα με τις χαρτοπετσέτες και έστρωσε τα κοντά μαλλιά της που είχαν γίνει καρφάκια.
«Ηρέμησε μη μου πάθεις κάνα εγκεφαλικό.» της είπα και της έφερα νερό. Με αγριοκοίταξε αμέσως και μου πήρε το νερό από τα χέρια. «Δεν με απέλυσε, οπότε μην ανησυχείς και όσον αφορά το χωριό, να κοιτάζει τη δική του καμπούρα.»
«Εσύ δεν μιλάς;» έδωσε το λόγο στον κύρ' Αλέκο που μόλις είχε καθαρίσει το πιάτο του.
«Παιδί είναι, βράζει το αίμα της, θέλει χρόνο να προσαρμοστεί.» Ο πατέρας μου, μου έκλεισε πονηρά το μάτι και του χαμογέλασα παιχνιδιάρικα. Ήταν το καλύτερο μου να κάνω κόμμα εναντίον της κυρά Λένας και εκείνη να γίνεται πυρ και μανία.
«Ε βέβαια! Μην της χαλάσεις χατίρι, την έχεις καλομάθει.» Από τα νεύρα της σηκώθηκε από το τραπέζι, μάζεψε όλα τα πιάτα, τα ποτήρια και τα πέταξε μέσα στο νεροχύτη μουρμουρώντας μέσα από τα δόντια της.
«Να πας να φέρεις το κρέας από το χασάπη, από τη ταραχή μου το ξέχασα και ήρθα τρέχοντας. Εκεί τα έμαθα τα χαΐρια σου, μου τα πρόλαβαν οι γειτόνισσες που συνάντησα εκεί.»
«Βαριέμαι.» απάντησα αδιάφορα.
***
«Τι έπαθες βρε Μυρτώ και κρατάς το κεφάλι σου;» μια φωνή ακούστηκε από πίσω μου. Γύρισα και είδα την Τασούλα να προσπαθεί να με προλάβει κρατώντας σακούλες με ψώνια. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε δυο πλεξούδες, μία σε κάθε πλευρά.
«Τσόκαρο αεροπλανικό, αναγκαστική προσγείωση στο κεφάλι μου.» της απάντησα με μια γκριμάτσα πόνου όσο έπιανα το κεφάλι μου και το καρούμπαλο που μου έκανε δώρο η κυρία Λένα. «Πάω στο χασάπη θα έρθεις για παρέα;»
«Στον χασάπη;» είπε και χαμήλωσε το βλέμμα, είδα ότι τα ροζ μαγουλάκια της είχαν πάρει ένα ωραίο κόκκινο χρώμα -σαν το τσόκαρο που έφαγα προηγουμένως.
«Ναι, άμα δεν θες, δεν με πειράζει, θα τα πούμε και αύριο στη δουλειά.»
Η Τασούλα δίστασε στην αρχή, αλλά δέχτηκε ντροπαλά να με ακολουθήσει.
Το γιατί η Τασούλα ήταν με την ουρά στα σκέλια σε όλη τη διαδρομή, το ανακάλυψα όταν πάτησα το πόδι μου στο χασάπικο. Ένα ψηλός, νταβραντισμένος νεαρός, με σγουρή τρίχα να προβάλει μέσα από τη ποδιά της εργασίας του, έκανε την εμφάνιση του με το μπαλτά στο χέρι. Ένα πυκνό μαύρο μουστάκι δέσποζε πάνω από το χείλος του, το οποίο έστριβε συνεχώς με το χέρι που δεν κρατούσε το μπαλτά. Η Τασούλα από δίπλα μου κοιτούσε μια τα παπούτσια της, μια εμένα, μια το υπερπέραν. Την κοίταξα με σηκωμένο φρύδι, κάνοντας της φανερό ότι αποκωδικοποίησα την ατμόσφαιρα του μαγαζιού.
«Ξέχασε η μαμά μου την παραγγελία της, όπως έφευγε τρέχοντας για να με δείρει. Μπορώ να την πάρω;» του είπα.
«Α! Ώστε εσύ είσαι η κόρη της Λένας που έλουσε με ντομάτες τον επιστάτη. Ορίστε, εδώ την έχω.» μου έδωσε τη τσάντα με το κοτόπουλο και αμέσως κοίταξε την Τασούλα που είχε γίνει κατακόκκινη από την αμηχανία της.
«Εσύ Τασούλα θέλεις κάτι; Να σου βάλω μπριζόλες φρέσκες λαιμού;» ρώτησε αποκαλύπτοντας την αστραφτερή οδοντοστοιχία του.
Χαμογέλασε ναζιάρικα η Τασούλα και έπαιξε με τη μία κοτσίδα της.
«Όχι, Βαλάντη, ήρθα για να κάνω παρέα στη φίλη μου. Να πηγαίνουμε τώρα. Καλή συνέχεια!» Η Τασούλα με άρπαξε από το χέρι και με έσυρε έξω από το μαγαζί.
«Τασούλα, γουστάρεις τον χασάπη!» τσίριξα σχεδόν. Πανικόβλητη η Τασούλα μου έκλεισε το στόμα με το χέρι για να μην επεκταθεί η χαρά μου και στα διπλανά σπίτια που είχαν ανοιχτές πόρτες και παράθυρα. Τι κακό πράγμα αυτό στα χωρία να θέλουν να κάνουν όλα τα σπίτια κάμπριο. Ήθελα να 'ξερα γιατί πληρώσανε κουφώματα, ας έβαζαν σελοφάν.
«Φάνηκε τόσο πολύ;» ρώτησε ντροπαλά.
«Μπαμ κάνει. Μα καλά, αυτός δεν έχει καταλάβει τίποτα;»
«Ναι. Και δεν θέλω.»
«Γιατί; Αφού σου αρέσει.»
«Μπορεί να μην του αρέσω εγώ όμως, είναι από τους πιο περιζήτητους γαμπρούς εδώ στα μέρη μας.»
«Και εσύ από τις πιο περιζήτητες νύφες, άμα κρίνω από αυτό που βλέπω. Να ενώσετε τα περιζήτητα σας.»
«Πιστεύεις ότι μπορεί να του αρέσω;»
«Ευχαριστώ θα σου πει, που του έριξες δεύτερη ματιά.»
Περπατήσαμε μέχρι το σπίτι μου και ύστερα εκείνη θα πήγαινε στο δικό της.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» της είπα λίγο πριν φτάσουμε έξω από το σπίτι μου.
«Ναι, ό,τι θες.»
«Αυτό τον Σέργιο... Το σκυλί που ακολουθάει συνέχεια τον Μακρυγιάννη, ξέρεις τίποτα άλλο για αυτόν;»
«Δεν νομίζω να ξέρει και κανείς άλλος. Κακή φήμη, κακό όνομα και δεν τόλμησε να τον ρωτήσει κιόλας κανείς για το παρελθόν. Καλύτερα να μην ανακατευτείς μαζί του. Ήδη στη χάρισε μια φορά ο Μακρυγιάννης.»
«Ναι δίκιο έχεις, από εδώ και μπρος θα κρατήσω χαμηλό προφίλ. Δεν θέλω άλλο τσόκαρο στο κεφάλι.»
***
«Μην με τρυπάς σαν το τριαντάφυλλο, δεν σε αφήνω διψασμένο και άφυλλο, δεν θέλω να έχεις εσύ παράπονο, πες μου τι θες και πάψε να κλαις!»
YOU ARE READING
Παραδώσου
RomanceΑν ήμουν χρονιά, θα ήμουν το 2020. Αν ήμουν ταινία, θα ήμουν το The Room. Αν η ζωή μου ήταν σήριαλ, θα ήταν μεταγλωττισμένο βραζιλιάνικο. Aν ήμουν σιρόπι, θα ήμουν για το βήχα. Αν ήμουν χάπι, θα ήμουν υπόθετο. Αν ήμουν ιστορία αγάπης, θα ήμουν αυτή...