Κεφάλαιο πρώτο
<< Σήκωωωωωω >> ... << ρε Λία σήκωω επιτέλους θα αργήσουμε >> << μμμμ >> << θα σηκωθείς ή θα με τσατίσεις? >> << μπορώ να κάνω και αλλιώς ρε Τινα?? Με εσένα να ουρλίαζεις πάνω από το αυτί μου?? >> << οχι, οπότε σήκω >> << οκευ πάω πρώτη τουαλέτα >> είπε το όμορφο κορίτσι καθώς σηκώθηκε νευρίκα από το κρεβάτι << θα μου το πληρώσεις αυτό να ξες >> μουρμούρισε νευρίκα και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα που βρισκόταν μέσα στο δωματιό της. Αφόυ πλύθηκε βγήκε έξω ξεφυσώντας και κάθησε στην άκρη του κρεβατιού, πήρε μια δέυτερη ανάσα και ξάπλωσε με δύναμη με την πλάτη της πίσωστο κρεβάτι. << τι έχεις?? >> ρώτησε η λέπτη φωνή της Τίνας με τρυφερότητα << σήμερα έχω πολλά να κάνω, δύο και δέκα σχολάμε από το σχολέιο, μέτα πρέπει δύομιση να είμαι έδω, να φάω και να φύγω στα μαθηματικά, μετά στις τέσσερις θα έρθω εδώ θα αλλάξω γιατί έχω πίανο και μετά κατευθείαν θα πάω στο χωρό και θα είμαι έδω οκτώμιση, μέτα πρέπει να κάνω μπάνιο και να κάνω τα μαθηματά μου. Κάθε Δευτέρα τα έχω όλα μαζί. Και γενικός όλη την βδομάδα είμαι κλεισμένη εκτός από Πέμτη. Και μετά μου λένε πως έγω δεν έχω πολλές υποχρεώσεις αλλά μόνο το διάβασμα. Και αυτοί έχουν μόνο την δουλεία τους. Σπουδαίο δεν βλέπεις? >> << μην το βλέπεις έτσι Λία αυτοί κουράζονται όλη την ημέρα. Ξέρεις πόσες υποχρεώσεις έχει το να φροντίζεις ένα σπίτι και μια οικογένεια? Είναι δύσκολο. >> << καλά καλά πάμε να ντυθούμε τώρα >> είπε ειρωνικά η Λία και κατευθύνθηκε προς την ντουλάπα της. << χμμ >> γρύλιζε κοιτόντας έντονα τα ρούχα της << τι να βάλω σήμερα?? >> “τουϊτ τουϊτ” κουδούνισε το κινήτο της Λίας. Πήρε το I-Phone στο χέρι της πληκτρολόγησε τον κωδικό και πήγε στα μηνύματα:
Από Χάρυ: “ Καλημέρα αγγελέ μου”
ένα μικρό χαμογελάκι βγήκε στα χίλια της και ξεκίνησε να πληκτρολογει.....
Προς Χάρυ: “ Καλημέρα ζωή μου”
κοιτόντας εξεταστικά το ρολοϊ είδε την ώρα οκτώ παρά τέταρτο και γούρλοσε, πέταξε το κινητό πάνω στο κρεβάτι << Τίναααααααα, βγές να ντυθείς να φύγουμε πέρασε η ώρα >> βγαίνει η Τίνα χαλαρή από το μπάνιο << σιστερ όταν έγω στα έλεγα με έγραφες κάτσε να τρέχεις τώρα, εγώ ετοίμασα την τσάντα μου και μονό ρούχα μου μένει να διαλέξω. >> η Τίνα ήταν μια όμορφη, αδύνατη και ψηλούτσικια κοπέλα περίπου ένα ογδόντα-ένα, με όμορφα ξανθοκαστανά ολόϊσια μαλλία, λαδί μάτια και ήταν και αυτή δεκαέφτα. Η Λία πάλι είναι μια δεκαεφτάχρονη αγγλίδα με καστανά μαλλία που στις άκρες σχηματίζονται ξανθές μπούκλες, ήταν στο ίδιο ύψος με την Τίνα, είχε καφέ μάτια και ήταν αδύνατη.Η δεκαεφτάχρονη κοπέλα είχε μετακομίση έδω και τρία χρόνια μαζί με τους γονείς της και τον εντεκάχρονο αδερφό της Τόνη στην καρδία του Λονδίνου. Ήρθαν στον Λονδίνο για μια καλύτερη ζώη και οικονομικά αλλά και για την ζωή που θα συνέχιζαν να κάνουν. Δεν ήταν και πολύ πλούσια οικογένεια αλλά οχι και φτωχοί. Ζούσαν σε ένα μεγαλούτσικο σπίτι. Μέσα σε αυτά τα τρία χρονία η Λία έκανε έξι πολύ καλούς φίλους αλλά κυρίως ξεχόριζαν γι' αυτήν τρίς: η κολλήτη της Τίνα και οι δύο κολλητοί της Βίκ και Τζεϊμς. Η Λία λοιπόν παίρνει από την ντουλάπα της ένα μάρυο κολάν που πάνω είχε ροζ λουλούδια και από πάνω μια άσπρη,αεράτη, κοντομάνικη μπλούζα που είχε τρίς γραμμές που ήταν σβησμένες κάτι λέξεις και στην τέταρτη έγραφε “possible” πήρε την μάυρη ζακέτα της, έβαλε τις μάυρες μπότες της, πήρε την ροζ τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα ανοίγοντας ταυτόχρονα το κινητό της << έτοιμη? >> ρώτησε με περιέργια... << ναι >> απάντησε η Τίνα καθώς έβαζε την γρί ζακέτα της πάνω από μια γαλάζια μπλούζα που πάνω έγραφε το ίδιο όπως στην μπλούζα της Λίας και από κάτω φορούσε ένα μάυρο κολάν, με τα αγαπημένα της μάυρα βάνς. Πήρε την μπλε τσάντα της και η Τίνα και βγήκαν έξω από το δωμάτιο κλείνοντας η Τίνα πίσω της την μεγάλη καφέ πόρτα του δωματίου. Φτάνοντας στην μεγάλη κουζίνα ακούστηκε μια φωνή << καλημέρα κορίτσια >> << καλημέρα μαμά >> είπε η Λία και τράβηξε ελαφρώς την καρέκλα και κάθησε, πήρε μια φέτα του τοστ και την άλειψε με μέλι δίπλα της κάθησε η Τίνα λέγοντας << καλημέρα κ.Λος >> και πήρε να καθαρίσει ένα αυγό. << καφέ θέλετε?? >> ρώτησε η μαμά της Λίας << οχι >> είπαν και οι δύο μαζί. << ο μικρός έφυγε? >> είπε η Λία τελειώνοντας την μπουκία της και ταυτόχρονα πήρε μια χαρτοπετσέτα και σκουπίστηκε << τώρααα? Έδω και δέκα λεπτά περίπου >> << οκευ >> είπε η Λία κάνοντας και την τελευταία δαγκονία της. << πάμε κορίτσια? >> είπε η κ.Λος πέρνοτας τα κλειδία πάνω από τη κονσόλα που ήταν δίπλα από την μεγάλη άσπρη θωρακισμένη πόρτα. << ναι >> είπε η Τίνα. Αφού βγήκαν φίλισε τα κορίτσια η κ.Λος και μπήκε στο αυτοκίνητο και οι δύο κοπέλες πήραν το δρόμο για το σχολείο.