"Ηρέμησε. Όλα καλά." Η νεαρή κοπέλα έσφιξε περισσότερο τον μικρό αδελφό της πάνω της, ο οποίος έκλαιγε με αναφιλιτά ακουμπώντας το κεφάλι του στην κοιλιά της. Έξω από το δωμάτιο, ακούγονταν φωνές, και πράγματα που έσπαγαν.
Βρίσκονταν κουρνιασμένοι σε μία γωνία του δωματίου τους, με ένα τεράστιο λευκό σεντόνι να τους καλύπτει. Η πόρτα του δωματίου ήταν κλειδωμένη, όμως ο μικρός φοβόταν ακόμη. Κάθε βράδυ φοβόταν. Είχαν να κοιμηθούν στα κρεβάτια τους μήνες, κάθε βράδυ το περνούσαν αγκαλιασμένοι σε εκείνη την μικρή γωνία, στα σκοτάδια, κρυμμένοι κάτω από το λευκό σεντόνι.
"Φοβάμαι, Σύλια. Κι αν ανοίξει την πόρτα;" Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την αδελφή του με τα στρογγυλά, γκρίζα μάτια του δακρυσμένα. Η Σύλια τον τοποθέτησε ξανά στην αγκαλιά της, χαϊδεύοντας απαλά τα καστανά μαλλιά του.
"Δεν θα ανοίξει την πόρτα. Ποτέ δεν το έκανε, δεν θα το κάνει ούτε τώρα." Τον διαβεβαίωσε. "Θα ηρεμήσει, και θα πέσει για ύπνο. Και αύριο, νωρίς το πρωί, θα πάει στη δουλειά, όπως κάθε άλλη μέρα, και εμείς θα πάμε στο σχολείο, και θα είμαστε ήσυχοι. Απλά, πρέπει να κάνεις υπομονή, Τζώρτζ."
Ξαφνικά, ένας γδούπος ακουστηκε πολύ κοντά στο δωμάτιο τους, ίσως και έξω από την πόρτα. Ύστερα, μια κραυγή. Το κλάμα του αγοριού έγινε εντονότερο, όμως η αδελφή του τον προειδοποίησε να κάνει ησυχία, τοποθετώντας τον δείκτη της πάνω από τα χείλη της. Τα δύο αδέρφια κρατούσαν μέχρι και την αναπνοή τους, ενώ οι καρδιές τους χτυπούσαν ξέφρενα από την αγωνία. Ευτυχώς, δεν πέρασε πολλή ώρα, ώσπου ακούστηκαν βήματα να απομακρύνονται, μαζί με τα άναρθρα μουρμουριτά, τις βρισιές, και τις φωνές.
"Δεν αντέχω να κάνω άλλο υπομονή." Ψιθύρισε ο μικρός, όταν σιγουρεύτηκαν πως τα πράγματα είχαν ηρεμήσει λίγο.
Η Σύλια παρέμεινε αμίλητη, καθώς δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Ούτε εκείνη άντεχε εκείνη την κατάσταση. Δυστυχώς, όμως, δεν είχαν άλλη επιλογή, από το να περιμένουν. Συνέχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά του, όσο ένιωθε την καρδιά του, μέσα από το στέρνο του που ήταν κολλημένο πάνω της, να επανέρχεται σε φυσιολογικούς παλμούς.
Περίμεναν λίγο ακόμα, ώσπου ακούστηκε μια πόρτα να κλείνει. Ο κίνδυνος, είχε πλέον περάσει στα σίγουρα. Η Σύλια κοίταξε το ρολόι που ήταν δεμένο γύρω από τον καρπό της. Ήταν λίγο πριν τη μία τα ξημερώματα. Την τελευταία φορά που το είχε ελέγξει, την ώρα δηλαδή που κλειδώθηκαν στο δωμάτιο τους, ήταν οκτώ.
YOU ARE READING
White Roses
RomanceΌπου μια νεαρή κοπέλα, βρίσκει τη γαλήνη που τόσο επιθυμούσε, σε ένα σπίτι με λευκές τριανταφυλλιές, και σε ένα ξανθό πνεύμα με μάτια σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα.