Κεφάλαιο έβδομο
Αφού συναντήσαν και τις υπόλιπες πήγαν στα μαγαζία και έκαναν ένα σορό ψώνια και μετά πήγαν για καφέ. Πέρασαν ένα ωραίο κοριτσίστικο απόγευμα. << εμένα θα με πάει σπίτι του μετά από το πάρτυ θα είναι μόνος >> είπε η Έβελιν καθώς είχε πάρει για τον Λίαμ ένα γκρι υποποταμάκι που έλεγε “i love you” και κάτι σοκολατάκια, << εμένα σε Porto-coffee>> είπε η Φίφη καθώς είχε πάρει για τον Τζίμι ένα λουτρίνο μαξιλάρι με καρδουλές πάνω, << εμείς θα πάμε σε ένα μπαρ >> είπε Άθενς αυτή είχε πάρει για τον Ζεϊν μια κάρτα με δύο αρκουδακία αγκαλία απ' έξω και από μέσα αν την άνοιγες έπαιζε μουσική. << εσείς Λία που θα πάτε?? >> ρώτησε η Λιάννα << δεν ξέρω Λιάννα εσείς? >> είπε ξεφυσώντας η Λία << έκπληξη δεν μου λέει >> η Λιάννα πήρε στον Λούκας ένα βραχίολι που έγραφε “i love you” σε χρυσό χρώμα. Η Λία είχε πάρει για τον Χάρυ ένα βραχιόλι ασυμί που πάνω από την μια έλεγε “lo” και από την άλλη “Σ'αγ” και η Λία είχε το άλλο μισό δηλαδή το “ve” και το “απώ” ήταν σκεπτική πολύ. Ήθελε να του αρέσει το δώρο. Μετά περπατούσαν και χάζευαν δίαφορα, έβγαζαν φώτο, έκαναν ευχή σε συντριβάνι έκαναν χαζά μέχρι να πάει η κάθε μια σπίτι της. Τα αγόρια πάλι πήγαν σε ένα μαγαζί που είχε μόνο πράγματα για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Ο Βικ καθόταν και χάζευε δίαφορα. Ο Τζεϊμς πήρε ένα κολίε που έγραφε “love” όπως και ο Έντ, ο Τζιμις πήρε ένα μαξιλάρι κόκκινο, ο Λίαμ και ο Ζαϊν πήραν από ένα μπουκέτο ψέυτικα λουλούδια και από ένα βραχίολι και Λούκας ένα δαχτυλίδι. Ο Χάρυ πήρε ένα χρυσό κολίε που έλεγε “Σ'αγαπάω” δεν ήταν και κάτι το διαφορετικό μα ήθελε να της πάρει κάτι. Δεν ήταν σίγουρος αν της άρεσε μα της το έπαιρνε με πολύ αγαπή πιστέυοντας πως θα της αρέσει. Το βράδυ έφτασε. Η Λία πριν ξαπλώσει μπήκε λίγο facebook όπως έκανε κάθε βράδυ πρίν κοιμηθεί.Τουϊτ τουϊτ. Της στάλθηκε ένα μήνυμα.
Από Χάρυ: καληνύχτα ζωή μου. Όνειρα γλυκά να΄χείς θα τα πούμε μετά.
Προς Χάρυ: Καληνύχτα αγγελέ μου.
Έκλεισε και το μικρό φωτάκι που ήταν δίπλα στο κομοδίνο της, έφερε πιο πάνω την κουβέρτα της και χώθηκε μέσα στα μαξιλάρια. Γύρισε στο πλαϊ και χαμήλωσε την φωτηνότητα στο κινητό της και άκουγε τραγούδια σκεφτώντας όλα αυτά που είχαν γίνει. Τον πατέρα της, τον Χάρυ. Διάφορα που την κράτησαν άγρυπνη την μισή νύχτα. Είχε πολλές σκέψεις μέσα της. Μα πρίν κλείσει εντελώς τα μάτια της ψηλοάκουγε τι γινόταν στο σαλόνι. << της μιλάς πολύ σκληρά βρε Τζόρτζ >> << πρέπει Λός έχει πάρει πολύ αέρα. Δηλαδή πως θα κάνει όταν μεγαλώσει? Άμα πάει δεκαοκτώ θα την παρακαλάμε να γυρίσει σπίτι? Πως την είδε? Τι είναι έδω? Καφετέρια να έρχεται όποτε θέλει? Ή θα ζημαυτεί ή δεν θα ξαναβγεί από το σπίτι. >> είπε άγρια ο πατέρας της Λίας.. κλείνοντας εντελώς τα μάτια είπε ψυθηριστά << δεν θα μου χαλάσεις έσυ την μέρα τέλος!! >> είπε και γύρισε από την άλλη. Ούτε ο Χάρυ δεν κοιμόταν έυκολα. Σκεφτόταν πολλά. Κυρίως όμως πως έπρεπε να πει κάτι στην Λία. Κάτι που θα αλλάξει πολλά. Κάτι που πίστευε πως μπορεί και να την χάσει για πάντα. Μα σίγουρα δεν θα της το έλεγε αυτές τις μέρες. Δεν ήθελε να την πληγώσει γιατί ήξερε πως θα την εισοπεδώσει αυτό που θα μάθενε μα δεν μπορούσε να κάνει και αλλίως. Καθότανε στο μπαλκόνι του και κοιτούσε τα αστέρια. Πως φώτιζαν. << πως να είναι εκεί πάνω?? >> είπε σιγανά καθώς ένα μάυρο καυτό δάκρυ κίλησε στο μαγουλό του. Και άλλα δάκρυ πήγαν να εισέλθουν μα δεν τα άφησε. Έκανε μια τζούρα από το τσιγάρο του και το έσβησε στο τασάκι που ήταν πάνω στο τραπεζάκι που βρισκόταν στο μπαλκόνι. Φύσιξε το καπνό πάνω στο ουρανό και μπήκε μέσα κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι σήκωσε το ένα ποδί για να σχηματίζει γωνία στο άνοιγμα του ποδιού, το ένα του το χέρι το πέρασε πίσω στο κεφάλι του και το άλλο πάνω στην κοιλία του και κοίταζε το ταβάνι Σκεφτόταν για άυριο το βραδυ, γι αυτο που έπρεπε να στην Λία. Τον βασάνιζαν πολλά. Γύρισε όμως στο πλαϊ και έκλεισε τα ματία προσπαθώντας να κοιμήθει έστω και λίγο. Η Λία ένιωσε ένα χέρι να τη σκουντάει. << Λία? Λία? Κοιμάσαι? >> ....... << Λία? >> << μμμμμ.... >> << ξύπνα >> είπε ο μικρός Τόνης κουνόντας απαλά το χέρι της Λίας για να ξυπνήσει. << τι είναι μικρέ? >> είπε η Λία κόβοντας τα λόγια της γιατί ήταν από τον ύπνο μα δεν άνοιξε τα μάτια της. << να κοιμηθώ μαζί σου?? >> είπε ο μικρός ψυθιριστά. << ναι έλα >> είπε η Λία και πήρε την κουβέρτα από πάνω της πιανοντάς την και σηκωνοντάς την για να ξαπλώσει ο μικρός δίπλα της. Άφου ξάπλωσε πέρασε το χερί της στην μέση του και το κεφάλι του το τοποθέτησε στον λαιμό της. Και ετσί κοιμήθηκαν μαζί όλο το βραδύ.
Να και κάτι από το ξεκίνημα του νέου συμβάν. Το επόμενο παρτ μ'αρέσει πολύ. Τι λέτε γι αυτό???