Κεφάλαιο όγδο
<< Ξύπνα, ξύπναααα >> ...... << Λία σήκωωωω >> ...... << ρε Λίαααα >> ..... << Λίαααααα >> φώναζε η κ.Λός << τι είναι ρε μαμά? >> << Σήκω Λία η ώρα είναι δύομιση το μεσημέρι. Σήκω επιτέλους. >> << καλά μαμά >> η κ.Λός κατευνθύκε προς τι κουρτίνες όπου και τις άνοιξε. << Ρε μαμά κλείσε την κουρτίνα αμάν >> και γύρισε νευριασμένη από την άλλη μπαίνοντας κάτω από την κουβέρτα << ασε βρε να μπεί λίγο φως δράκουλας το παιζείς? >> << μαμά >> είπε νευριασμένα η Λία καθώς η μαμά της έβγαινε έξω από το δωμάτιο. Έγυρε ξανά μήπως και κοιμηθεί λίγο ξανά αλλά μάταιο. Χτύπησε το κινητό της τρίς φορές. Δεν έδωσε σημασία. Ξανά χτύπησε άλλες τρίς φορές. << πφφφ >> ξεφύσισε βαθία μα δεν σηκώθηκε να το δεί. Ξανά χτύπησε όμως άλλες τρίς φορές. << γαμώτο ούτε να κοιμηθώ δεν μπορώ. >> και με νευρικό τρόπο σηκώνεται κάθεται στο κρεβάτι και παίρνει το κινητό από το κομοδίνο, βάζει το κωδικό και βλέπει “τρία μηνύματα από Χάρυ” τότε έβγαλε ένα μικρό χαμογελάκι λέγοντας ψιθυριστά << άξιζε το κόπο τελικά που σηκώθηκα >>
Από Χάρυ: Καλημέρα αγάπη μου:)
Από Χάρυ: Πες μου τώρα οτί κοιμάσαι ακόμα? Μα καλά τι ώρα κοιμήθηκες? ;ο
Από Χάρυ: Πφφ καλά τουλάχιστον θα σε δω το βράδυ, μου λείπεις. Σε θέλω.
Προς Χάρυ: Κοιμήθηκα αργά και μόλις με ξύπνησες για τα καλά. Και έμενα μου λέιπεις πολύ. Ανυπομωνώ για το βράδυ λοιπόν.
Από Χάρυ: Συγγνώμη αγάπη μου δεν ήθελα να σε ξυπνήσω.
Προς Χάρυ: Δεν πειράζει έτσι και αλλίως με ξύπνησε και η μάνα μου.
Από Χάρυ: Οκευ φιλάκια.
Προς Χάρυ: φιλάκια.
Αφόυ τίναξε λίγο τα χέρια της προς τα πάνω σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του δωματίου για να βγέι έξω. << Καλημέρα >> είπε σε όλους μιας και ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί. Ο μπαμπάς της καθόταν στον η/υ μιας και πως έδειχνε να τα είχε ξεχάσει όλα, ο αδερφός της έβλεπε μπομπ σφουγγαράκι και η μαμά της μαγείρευε. << καλημέρα φούλα >> είπε ο μικρός << πεινάς? Να σου βάλω κατί να φάς? >> είπε η μαμά της << ναι >> είπε η Λία καθώς τράβιξε την καρέκλα για να καθήσει. Ο μπαμπάς της γυρίζοντας την καρέκλα μιας και ήταν μια μεγάλη, μάυρη καρέκλα που γύριζε << τι ώρα κοιμηθηκές κοπελία? >> είπε σταυρώνοτας τα χέρία << δεμ ξέρω γιατί? >> Είπε με στυλ αδιαφορίας η Λία, << γιατί δεν είναι ώρα αυτή που ξυπνάς. >> << ντάξει βρε μπαμπά σιγά >> << οχι σιγά δεν κοιμάσαι νωρίς και την Δευτέρα έχεις σχολείο. >> << μπαμπά δεν έχω όρεξη πρωϊ πρωϊ, άμα θες να μιλήσεις μίλα με άλλον. >> << για πρόσεχε τα λόγια σου δεσποινής μου καλά? >> νευριασμένη πια η Λία πετάει το μαχαίρι που κρατούσε για να κόψει το κεϊκ πάνω στο τραπέζι, σηκώνεται απότομα πάνω κάνοντας την καρέκλα να τρίξει δυνατά στο πάτωμα και χτυπάει τα χέρια στο τραπέζι φωνάζοντας << Φτάνει, δεν αντέχω άλλο, κουράστηκα με εσένα, συνεχεία μου φωνάζεις, τίποτα καλό δεν μου λές, στο πρώτο τρίμηνο έβγαλα δεκαεννιά όπως ήθελες, βοηθάω την μαμά όπου χρειαστεί όπως μου είπες, διαβάζω συνέχεια για να ανεβάσω και άλλο τους βαθμούς μου για να σπουδάσω, έρχομαι νωρίς σπίτι όπως μου λες παρόλο που είμαι δεκαεφτά, σε βοηθάω στην δουλεία σου όταν μου ζητάς βοηθεία γιατί εσύ δεν προλαβαίνεις, πηγαίνω πίανο γιατί εσένα σ'αρέσει και σε πειράζει όταν έγω βγαίνω με τα παιδία Παρασκεύη,Σαββάτο και Κυριακή ένω στις υποχρεώσεις μου είμαι υπέυθυνη, αλλά εσύ με τίποτα δεν είσαι ευχαριστημένος, ότι και να κάνω δεν σου αρέσει, αλλά ξες κάτι? Βαρέθηκα, βαρέθηκα συνέχεια να μου καταστρέφεις την διάθεση, βαρέθηκα όταν δεν είσαι καλά να ξεσπάς σε εμένα, βαρέθηκα συνέχεια να μου επιβάλλεις πράγματα, βαρέθηκα να κάνω ότι θες εσύ, βαρέθηκα να μην με εκτιμάς σε τίποτα. ΒΑΡΕΘΗΚΑ. >> είπε τονίζοντας την τελευταία λέξη. Έφυγε μέσα στο δωματίο της βουρκωμένη, άνοιξε την πόρτα με δύναμη και αφού μπήκε μέσα γρήγορα βήματα έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της και έπεσε πάνω στο κρεβάτι της ξεσπώντας σε κλάματα. Δεν μπορούσε να ηρεμίσει με τίποτα. Το μαξυλάρι είχε γίνει μουσκέμα. Τα δάκρυα δεν σταματούσαν άλλα έκαναν εμφάνιση και μούσκευαν και το μαξιλάρι και τα μαγουλά της. Η πόρτα άνοιξε σιγά σιγά ο μπαμπάς της μπήκε μέσα και στάθηκε μπροστά στην πόρτα κοιτάζοντας την. Η Λία δεν έδωσε σημασία συνέχισε να κλαιεί βασικά δεν μπορούσε να σταματήσει. Με σιγανά βήματα προχώρισε προς το κρεβάτι και κάθησε με απαλή κίνηση στην άκρη του κρεβατιού.