Kεφάλαιο 4

1.4K 130 28
                                    

Μπροστά τα τριαντάφυλλα και πίσω εγώ. Φυσικά και δεν θα έτρεχα με το βάζο της κυρά Λένας μέχρι το σπίτι της Μούμιας, αντιθέτως τα πέταξα μέσα σε ένα άδειο τενεκέ από ελιές και με απόλυτη ψυχραιμία κατευθύνθηκα στο στόμα του -φαφούτη- λύκου. 
Πέρασα μέσα από το κήπο, σχετικά εύκολα, αυτό μου έκανε εντύπωση αν αναλογιστείς τα μέτρα ασφαλείας που διαθέτει ο Μακρυγιάννης, βλ. Σέργιο ή αλλιώς μαντρόσκυλο. 

«Πολλή ησυχία έχει.»  αναρωτήθηκα όσο κατευθυνόμουν προς την πόρτα του αρχοντικού. Που είναι τα σκυλιά που θα με αρπάζανε; Τα καλάσνικοφ να με στοχεύουν και τον Σέργιο να ετοιμάζει την ηλεκτρική καρέκλα. Μετά σου λένε για ασφάλεια, το σπιτάκι του σκύλου του κυρ Στέφανου καλύτερη φύλαξη έχει. 

Χτύπησα σαν να τη μανιακή τη πόρτα, θα γίνει χαμός όποιος τολμήσει να με σταματήσει... Δεν με ξέρουν καλά εμένα, μπουλντόζα είμαι και θα τα γκρεμίσω όλα- 

«Περάστε δεσποινίς, θα σας πάω αμέσως στον κύριο Μακρυγιάννη.» μια συμπαθητική κυρία μου άνοιξε την πόρτα και με υποδέχτηκε με ένα διακριτικό χαμόγελο.  Την κοιτούσα σαν τη κουκουβάγια με το τενεκέ ανά χείρας λες και έκανα παράδοση παραγγελίας. 
Με συνόδευσε μέχρι τη βεράντα, η οποία έβλεπε πιάτο όλη τη Κουνουπίτσα Μεθάνων, τύφλα να έχει ο Λυκαβηττός και η Ακρόπολη και στην οποία είδα την μούμια να παίρνει το πρωινό του με περίσσεια χάρη που θα ζήλευε μέχρι και η Βασίλισσα Ελισάβετ. 
Πήγα να μπουκάρω στην βεράντα και να του φέρω το τενεκέ στο κεφάλι όταν το χέρι του Σέργιου άρπαξε το δικό μου κόβοντας μου τη φόρα. Τον κοίταξα με μισό μάτι από πάνω μέχρι κάτω σταματώντας το βλέμμα μου στο χέρι του.
«Πρόσεχε τι θα κάνεις.» με προειδοποίησε. 
«Νομίζω έχω κάνει εμφανές σε αυτό το βιβλίο πως δεν μ' αρέσει να με αγγίζουν ή να μου αρπάζουν το χέρι.» τον ειρωνεύτηκα κάνοντας γκριμάτσες.
«Δεν θυμάμαι να είχες τέτοιες άμυνες όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά.» είπε χαμηλόφωνα έχοντας σκύψει στο αυτί μου. Τα καμπανάκια του εγκεφάλου μου χτυπούσαν εύθυμα χριστουγεννιάτικα κάλαντα, πριν προλάβω να βγάλω λέξη, με έσπρωξε να μπω στη βεράντα όσο εκείνος περίμενε απ' έξω.

Αυτός ήταν! Το παραδέχτηκε, το ακούσατε όλοι! Έχω μάρτυρες. 
Τον κοιτούσα ακόμα και όταν είχα απέναντι μου το Μακρυγιάννη που έπινε το τσάι του, ξέχασα γιατί ήρθα... 

«Αυτά εδώ τι είναι;» του άφησα με δύναμη το τενεκέ με τα λουλούδια πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι. Από μέσα μου φοβήθηκα μη κάνω το γυάλινο τραπεζάκι θρύψαλα και με κυνηγάνε και για έναν επιπλέον λόγο. 

«Νομίζω» είπε όσο έπινε το τσάι του ανενόχλητος «ότι είναι ξεκάθαρο το περιεχόμενο αυτού του... τενεκέ. Ένα βάζο πιστεύω θα ταίριαζε καλύτερα.»

«Γνωρίζω τη χλωρίδα, ποιος ο λόγος που εμφανίστηκαν στο σπίτι μου δεν καταλαβαίνω.»

«Απλή έκφραση θαυμασμού προς την οικογένεια σου και εσένα.»

«Εγώ λέω... να κρατήσεις τα λουλούδια να τα έχεις έτοιμα για την ώρα που θα περάσεις στην απέναντι όχθη, να μην τρέχουμε τελευταία στιγμή για το στολισμού της τελευταίας κατοικίας σου.»
Ο Μακρυγιάννης πνίγηκε με το τσάι του και αφού συνήλθε σκούπισε διακριτικά το στόμα μου με μια από τις κατάλευκες πετσέτες που είχε πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι. 

«Μην ξανά πάρεις τέτοιες πρωτοβουλίες στο μέλλον.» Του γύρισα τη πλάτη και εξαφανίστηκα από την βεράντα με γοργούς ρυθμούς. Δεν ήμουν καταιγιστική; Δεν του έδειξα ποιος είναι το αφεντικό εδώ; Αυτός, κυριολεκτικά, αλλά δεν έχει σημασία. Πέρασα μπροστά από τον Σέργιο κοίταξα μαλλί σιγουρεύοντας ότι ήρθε όλο στα μούτρα του, με αυτόν θα ασχοληθώ αργότερα που κάνει τον Κινέζο όποτε τον συμφέρει. Εμένα η μνήμη μου δεν με έχει απατήσει ποτέ, μόνο ο Τάκης, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. (Μείνετε συντονισμένοι στους δέκτες σας.)

«Νομίζω πως δεν έπιασαν τα λουλούδια.» ο Σέργιος στηρίχθηκε στην άκρη της βεράντας. 
«Έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν. Και εκείνη τσίμπησε.»
«Γιατί ασχολείστε μαζί της;»
«Έχει μια απίστευτη ενέργεια, με κάνει να νιώθω... λίγο πιο ζωντανός. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της είμαι με το ένα πόδι στο τάφο.» ο Μακρυγιάννης γέλασε σκεπτόμενος το τι θα μπορούσε να του είχε σύρει η Μυρτώ αν άκουγε να λέει αυτή τη φράση. 
Ο Σέργιος ήταν έτοιμος να φύγει, να επιστρέψει στις δουλειές του και να αφήσει τον Μακρυγιάννη να τελειώσει το πρωινό του.
«Δεν έχω σκοπό να τη μοιραστώ.» είπε επιβλητικά χωρίς να σηκώσει τα μάτια του. «Σέργιε.» τόνισε το όνομα του κάνοντας εμφανή την αποφασιστικότητα του να κερδίσει την Μυρτώ. 
«Εύχομαι να πάνε όλα όπως επιθυμείτε.» ο Σέργιος του έγνεψε καταφατικά και έφυγε.

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now