Ορκισμένος

36 9 6
                                    

Πολλοί με ρωτάνε τι είναι η τιμή ; τι αξία έχει το να κρατάς τον λόγο σου και την σημασία της αφοσίωσης, τι στοιχίζει το να δίνεις έναν όρκο και να τον τηρείς παρά τις συγκύριες και τα εμπόδια που θα αντιμετωπίσεις. Σε αυτό έχω να απαντήσω με ένα παράδειγμα που προέρχεται από ένα απίθανο μέρος σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον που κάποιος δεν θα τολμούσε να βρεθεί, πόσο μάλλον να προσπαθήσει να επιβιώσει σε αυτό. Ο θρύλος έχει παραποιηθεί καθώς μεταφέρετε από στόμα σε στόμα που πολλοί μπορούν να τον αμφισβητήσουν μετά από τόσες χιλιετίες. Θα κάνω μιαν προσπάθεια να αναβιώσω αυτήν την ιστορία αλλά δεν περιμένω από τους αναγνώστες να πιστέψουν τα γραπτά μου.

Η ιστορία λοιπόν ήταν κάπως έτσι, πυκνά σύννεφα καπνού χλόμιαζαν τον ουρανό που λουζόταν από το πυρωμένο ήλιο του δειλινού. Κραυγές και κλαγγές ακούγονταν καθώς το κάστρο βρισκόταν υπό την πολιορκία του εχθρού. Όσοι ήξεραν εκείνη την μέρα την ονόμασαν αιματοβαμμένο δειλινό. Πυρκαγιές χόρευαν ξέφρενα στην αυλή του κάστρου ενώ πολλοί άνθρωποι έχαναν τις ζωές τους στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν από την βία που είχαν στα μάτια οι εχθροί. Δεν σκόπευαν να αφήσουν αιχμαλώτους και η πιθανότητα κάποιου να ξεφύγει ήταν ανώφελη. Η βαρβαρότητα των βλάσφημων πράξεων τους δεν θα μπορούσε να ξεπλυθεί από καμιά αιθέρια ουσία. Μέσα από όλον αυτόν τον πανικό στην πίσω πλευρά του κάστρου μέσα από μια κρυφή κρύπτη άνοιξε μια βαριά ξύλινη πόρτα.

Μέσα από την πόρτα ξεπρόβαλε μια σιδερένια περικεφαλαία. Κοίταξε εξεταστικά τριγύρω και όταν σιγουρεύτηκε πως το πεδίο ήταν ελεύθερο έκθεσε την υπόλοιπη αρματωσιά του στον μολυσμένο από τον καπνό αέρα. Στο ένα χέρι κρατούσε σφιχτά το ξίφος του και με το άλλο το χέρι μιας νεαρής κοπέλας που φορούσε ένα σκούρο καφέ μανδύα. Της τράβηξε το χέρι απότομα βρίσκοντας μια διστακτική αντίσταση η οποία δεν επέμεινε πολύ. Οι δυο τους ξεχύθηκαν στο απέραντο δάσος που γοργά καλυβόταν από το σκοτεινό βλέμμα της νύχτας. Με οδηγό τα αστέρια και το φως του φεγγαριού που τρυπούσε τις φυλλωσιές στο βλοσυρό δάσος, με κάθε ήχο που τους έβαζε σε επιφυλακή έπρεπε να συνεχίσουν. Έτρεχαν ασταμάτητα, ο ιππότης μπροστά με την βαριά του πανοπλία και πίσω του η νεαρή κοπέλα με μάτια γεμάτα δάκρυα. Έπρεπε να συνεχίσουν παρά τις εικόνες που είχαν για πάντα τυπωθεί στις μνήμες τους από τις βιαιότητες που αντίκρισαν. Τίποτα πια δεν μπορούσε να απαλύνει την διαταραγμένη τους συνείδηση. Έτρεχαν για πολλές ώρες ακόμα που ήρθε η ώρα το φεγγάρι να παραδώσει την στέψη της ξανά στον ήλιο, συνεχίζοντας έτσι τον αιώνιο κύκλο. Είχαν βγει από το πυκνό δάσος και προσπερνούσαν μια απέραντη αποξηραμένη πεδιάδα. Τα βήματα τους άφηναν πίσω τους λασπώδη ίχνη και μια απαίσια μυρωδιά άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο αισθητή.

Ορκισμένος (One shot)Where stories live. Discover now