Κεφάλαιο δεκατοτρίτο
Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα. Όλοι ήταν καλά, όλοι ήταν ευτυχισμένοι, εκτός από τον Χάρυ οχι ότι δεν ήταν ευτυχισμενός μα έπρεπε να πεί κάτι στην Λία. Έπρεπε. Μα δεν μπορούσε. Πως θα της το έλεγε? Θα την ισοπεδώνε την Λία άμα της το έλεγε. Τι να έκανε? Ένιωθω αδύναμος. Πολλές φορές προσπάθησε να της το πει μα λέξη δεν έβγαζε, οχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν μπορούσε, δεν μπορούσε να της το πεί για πάντα την κοιτούσε μέσα στα μάτια που λάτρευε, που δεν μπορούσε να πληγώσει, γι' αυτό πάντα δεν έλεγε τίποτα, δεν- δεν του έβγαινε λέξη να πεί. Η βδομάδα αυτή πέρασε ήρεμα και ξανά Δευτέρα λοιπόν << της το είπες τίποτα? >> ρώτησε ο Βίκ τον Χάρυ καθώς ήταν στα ντουλαπάκια για να πάρουν τα βιβλία << όχι δεν-δεν μπορώ ρε γαμώτο. Δεν μπορώ >> είπε ο Χάρυ έκλεισε το ντουλαπάκι και ακούμπησε το μετωπό του πάνω.Μα συνέχισε << δεν μπορώ να της το πω, θα γίνει κομμάτια όπως είμαι και έγω τώρα, τώρα που την άλλη βδομάδα πετάω για Παρίσι και ακόμα αυτή δεν το ξέρει. >> είπε και ξεφύσισε πολύ βαρία. Η Λία έκανε την εμφανισή της μαζί με τους άλλους. Όταν άκουσε την φωνή της σηκώθηκε και γύρισε για να την κοιτάξει, πρόσθεσε ένα ψέυτικο χαμόγελο και την κοιτάζε. Ναι ήταν τόσο ψέυτικο για εκείνον αλλά τόσο πειστηκό για την Λία. Την είδε να περπατάει με το δικό της τέτοιο στιλ που τον τρέλαινε και να χαμογελάει με αυτό το ωραίο τρόπο που τον μάγευε όταν την κοιτούσε και ειδίκα όταν της το προκαλούσε εκείνος, όταν ήταν ο Χάρυ η αιτία που γελούσε η Λία ένιωθω γαλήνη, χάζευε τα πάντα πάνω της, τον μάγευαν όλα, τα μάτια της γυάλιζαν όταν τον κοιτούσε κάτι που τον έκανε να χάνετε στο δικό του κόσμο, όταν μυρίζε την μηρωδία την ένιωθε κοντά του, όταν την είχε αγκαλία δεν φοβόταν τίποτα,δεν τον ένοιαζε τίποτα, μόνο αυτή. Όταν η Λία γύρισε και τον κοιτάξε ένισε αυτές τις πεταλουδίτσες μέσα του να χορέυουν. Πλησίασε ο ένας τον άλλον και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο. Και της ψιθύρισε στο αυτί << σήμερα να περάσεις για λίγο από το σπίτι μου να σου πω κάτι >> << εντάξει >> είπε η Λία χαρούμενη και ήρεμη χωρίς όμως να ηξέρε τι την περίμενε, χωρίς να ξέρει πως αυτή η χαρά θα χαθεί από μέσα της, χωρίς να ξέρει πως το χαμογελό της θα σβηστεί από αυτά τα χείλη που τόσο λάτρευε ο Χάρυ να τα φιλάει. Οι ώρες πέρασαν λοιπόν και η λήξη του σχολείου ήρθε. Όλοι μαζί βγήκαν έξω, χαιρετηθήκαν και πήγε ο καθένας σπίτι του. Η Λία πήγε σπίτι, έφαγε, κάθησε λίγο με τον Τόνη και μετά κοιμήθηκε όταν ξαφνικά χτύπησε το κινητό της. Άνοιξε τα μάτια και το πήρε στα χέρια της. Ήταν υπενθύμιση ότι σε μισή ώρα έπρεπε να πάει στον Χάρυ. Σηκώθηκε και αφού πλήθηκε έβαλε ένα μάυρο κολάν, μια άσπρη φούτερ,της μάυρες μπότες της, έβαλε λίγη κολόνια, χτένισε τα μαλλία της πήρε το κινητό της, τα κλειδία της και βγήκε από το δωμάτιο. Ήταν μόνο με την μαμά της οπότε της είπε ακριβώς που πάει γιατί αν ήταν ο πατέρας της εκεί δεν θα την άφηνε να πάει. Βγήκε από το σπίτι, έβαλε μουσική και ξεκίνησε να περπατάει για το σπίτι του Χάρυ. Μετά από μισή ώρα σχεδόν έφτασε. Άνοιξε την μικρή μάυρη πορτούλα και μπήκε μέσα στον κήπο. Προχώρισε και χτύπησε την μεγάλη άσπρη πόρτα τρίς φορές. Ο Χάρυ άνοιξε κατευθείαν και η Λία τον αγκάλιασε με φόρα. Ένιωθε ηρεμία στην αγκαλία του, της άρεσε το αρωμά του, την χαλάρωνε, την έκανε να νίωθει ασφάλεια. Δεν μπορούσε χωρίς την μυρωδία του. Βασικά όχι χωρίς αυτόν γενικός.
Κάποιες φορες τα πραγματα δεν ειναι έτσι οπως τα περιμενεις και δεν μας αρεσει αυτο. Εεεε ενταξει υπαρχουν και χηρότερα και ένα απο αυτα ειναι αυτο που θα πει ο Χάρυ στην Λία. Θα την κανει χιλια κομματια μα πρεπει να το μαθει.... Παντως σορρυ που σας κοβω πανω στο καλυτερο:)