Λοιπόν, αυτό ήταν το μέλλον. Βγήκαμε στο Rainbow, δυο χρόνια αργότερα. Τα μπαρ ήταν σε διαφορετικές θέσεις, όλα ήταν αλλιώς μα τίποτα δε μας φαινόταν περίεργο τώρα. Εγώ αδύνατη, γεμάτη τοιχογραφίες, εσύ με τα μαλλιά που πάντα ήθελες, φρεσκολουσμένα, φροντισμένα, σαν να μην ξέχασες ποτέ πόσο σημαντικά σου ήταν. Χαιρετήσαμε τη σερβιτόρα, γιατί την ξέραμε πια. Εγώ κοκτέιλ, εσύ Τζακ με κόλα. Πώς κι έτσι σήμερα; Μου χαϊδεύεις τα πόδια, όχι όμως σαν άντρας προς γυναίκα, αλλά σαν μια τρυφερή ανταλλαγή μεταξύ νηπίων. Μου είχες λείψει, και μου λείπεις ακόμη... Σου φιλάω το μάγουλο ασυναίσθητα, και στο τέλος νιώθω ενοχλητική.
Μου δείχνεις φωτογραφίες στο κινητό. Δεν θες να φας ξηρούς καρπούς, οπότε τους τρώω εγώ. Μυρίζεις όμορφα, παιδικά. Δε με φιλάς αν δε σε φιλήσω κι εγώ. Θα έπρεπε να μας φαίνεται περίεργο αυτό που κάνουμε. Αλλά ήμασταν πάντα μαζί. Το ξέρουμε αυτό. Κρυφά, ο καθένας ήξερε ότι ο άλλος τον αγαπάει.
«Θες να έρθεις σπίτι μου;»
Δεν είχα πει ποτέ όχι. Ούτε τότε, ούτε τώρα. Ποτέ όχι.
Δεν κατεβήκαμε στη σωστή στάση, και τρέχαμε για το τελευταίο μετρό. Κατεβήκαμε στο Περιστέρι. Ένας χρόνος αργότερα, εγώ στο Περιστέρι. Το δικό μου Περιστέρι, ο πεζόδρομός μου, με τα μαγαζιά που σηκωνόμουν το πρωί που έλειπες στη δουλειά και τα χάζευα, με τα 24ωρα σουβλατζίδικα που τρώγαμε ζαλισμένοι στις 4 το πρωί, με τις ράμπες του, όλα. Είχαν μαζευτεί τρεις γατούλες σε μια γωνιά. Πάντα, όταν έβρισκες κάτι γλυκό, το έλεγες «ψυχή μου». Οι γάτες σε πλησίαζαν για λίγο και μετά πισωπατούσαν. «Ψυχή μου» μου έλεγες κάποτε, κι ούτε που σκεφτόμουν να κάνω βήμα πίσω. Αν δε μου μιλούσες ενώ περπατούσαμε, θα έκλαιγα. Μου φαινόταν σαν μεθυσμένη ψευδαίσθηση ο δρόμος, εκείνος ο δρόμος, ξανά, τώρα. Ήξερα ακόμα πώς πάμε σπίτι σου. Προσπάθησα να ξεχάσω, αλλά ήξερα.
Πήραμε χυμό ροδάκινο και ζελεδάκια απ' το περίπτερο. Τρελαινόμασταν για ζελεδάκια αργά τη νύχτα. Απέναντι απ' το σπίτι σου, το άδειο οικόπεδο είχε γίνει οικοδομή. Κοντοστάθηκα και θυμήθηκα το χιόνι που κοιτάζαμε απ' το παράθυρο τότε, να έχει λιώσει κάτω από τα βαριά τούβλα.
Κάναμε απόλυτη ησυχία καθώς ανεβαίναμε πάνω. Όταν μπήκα στο δωμάτιό σου, δεν είχε περάσει μια μέρα. Είχες αλλάξει θέση μόνο σε δυο τρία αντικείμενα. Αχ, βρε Ν., γιατί δεν άλλαξες έστω κάτι; Γιατί τα άφησες όλα έτσι, γιατί δεν πέταξες τίποτα, γιατί όσα με αγαπάνε είναι ακόμα εδώ και με περιμένουν; Όσο εγώ σε έβριζα, όσο εγώ ήμουν με κάποιον άλλο, όσο εγώ πέθαινα, εκείνα περίμεναν.
Σου αρέσει να κοιμάσαι γυμνός, οπότε αποφάσισα να κοιμηθώ κι εγώ γυμνή. Αγκαλιαστήκαμε σαν έμβρυα. Πάντα λέγαμε πως είμαστε αδερφάκια. Σου είχε λείψει αυτό, είπες. Το ξέρω, βρε Ν. Αλλά δε μίλησα.
Κάναμε έρωτα μόνο μια φορά, και μετά είδαμε Bojack Horseman. Πήγες τουαλέτα, κι όταν γύρισες είχα κοιμηθεί. Με χάιδευες όλη νύχτα, το καταλάβαινα. Την πλάτη μου, τα χέρια μου, το πρόσωπό μου... Το πρωί με αγκάλιασες και μου παρήγγειλες καφέ και κρουασάν. Δεν το έφαγα όλο. Με πήρε ξανά ο ύπνος. Μόλις ξύπνησα, προσπάθησες να μου μάθεις κιθάρα. Γελούσα πολύ, αλλά δεν έμαθα κάτι. Όταν πείνασα, μου έφερες μακαρόνια απ' την κουζίνα. Εσύ δεν έφαγες τίποτα. Μου έδειχνες τις φωτογραφίες μας. Κι εγώ σ' αγαπώ, βρε Ν. «Εγώ κι εσύ μαζί», έτσι δε λέγαμε; «Όταν η τύχη σου θα' ναι φευγάτη, κι εσύ μακριά απ' το ζεστό σου κρεβάτι... Τότε θυμήσου τη χρυσή συμβουλή»... Τη θυμάσαι;
Ντύθηκα και με πήγες μέχρι τη στάση του 703. Στάση Κέννεντυ. Στο δρόμο, τραγουδούσαμε. «Back in the '90s I was in a very famous TV show»... Στείλε μου όταν φτάσεις, Αριέλλα. Δεν ξεχνούσες να το πεις. Κι εγώ δεν ξεχνούσα να το κάνω.
Μπορεί να μην ήταν κάτι για σένα αυτό, μπορεί απλά να το ήθελες στιγμιαία και μετά όχι, αλλά εγώ κι εσύ κερδίσαμε πίσω μια μέρα. Κι ήταν αρκετή αυτή η μέρα για να συγχωρέσω τον εαυτό μου για την κόλαση όπου βρέθηκε μετά από σένα. Εγώ κι εσύ, κερδίσαμε πίσω μια μέρα. Κι αυτή η μέρα ήταν όμορφη.
Κι αν ποτέ το δεις, σε ευχαριστώ. Για κάθε μέρα που έμοιαζε με κείνη.
~2018
VOUS LISEZ
Γράμματα για τους Εκείνους της ζωής μου
Non-FictionΤα ονομάζω "παράπλευρα". Γιατί αυτό είναι. Παράπλευρες απώλειες στον έρωτα. Εσφαλμένοι κωδικοί. Άντρες που δεν ήταν ποτέ δικοί μου, που πάλεψαν να με χωρέσουν στην παλάμη τους, κι εγώ σαν άγρια άμμος, ξεγλίστρησα κι έπεσα πάνω σε δύο σελίδες καλοκαί...