Κεφάλαιο 1

70 3 0
                                    

Άμπυ

Αν και είναι Μάιος, το βράδυ έχει μια ψύχρα που σε διαπερνάει. Ο αέρας γλιστράει πάνω από το κορμί μου, όπως ακριβώς κάνει σε όλη την γέφυρα. Νιώθω τις δονήσεις κάτω από τα χέρια μου, που είναι ακουμπισμένα πάνω στην υγρή πέτρα που σχηματίζει το προστατευτικό τοίχος της γέφυρας. Προστατευτικό. Οξύμωρο έτσι; Προστατεύει τα αυτοκίνητα από το να πέσουν από την γέφυρα. Τους ανθρώπους όμως; Σταματάω τις σκέψεις μου, δίνοντας ώθηση στα χέρια μου για να ανέβω πάνω στο τοιχάκι. Ο αέρας με κάνει να χάσω την ισορροπία μου, αλλά την βρίσκω γρήγορα. Ισορροπία. Την είχα και ποτέ στην ζωή μου; Η αλήθεια είναι πως όχι. Καυγάδες των γονιών μου, φωνές παντού και πράγματα να σπάνε. Περνάνε γρήγορα σκηνικά από το μυαλό μου. Η μητέρα μου να κλαίει και ο πατέρας μου να φεύγει για ώρες από το σπίτι. Δεν νομίζω να με ρώτησε ποτέ κανείς για το πώς ένιωθα εγώ τότε. Πλέον δεν νιώθω τίποτα.

Είχα σκεφτεί πως θα μπορούσε να ήταν ο θάνατος μου. Κάτι αργό που θα με βασάνιζε ή κάτι γρήγορο, όπως ο ύπνος. Φοβόμουν μήπως πονέσω, αν θα το καταλάβω. Τώρα δεν με νοιάζει τίποτα. Θα είναι μια γρήγορη βουτιά στο κενό. Ίσως είναι τόσο γρήγορο που δεν θα καταλάβω τίποτα. Ίσως πάλι μόνο την δύναμη του αέρα και μετά το απόλυτο τίποτα.

Έχει ένα ελαφρύ κύμα η θάλασσα. Το ακούω. Είναι πολύ σκοτεινά και ψηλά, για να ξεχωρίσω την επιφάνεια της. Κάποτε με ηρεμούσε ο ήχος της, τώρα μου είναι απλά αδιάφορος. Δεν υπάρχει κάτι για να ηρεμήσει. Έχουν γίνει όλα ένα ενιαίο και μεγάλο κενό. Ο ψυχολόγος μου θα έλεγε πως όλο αυτό είναι συναισθηματικό μπλοκάρισμα. Βλακείες. Δεν κατάλαβε σε καμία συνεδρία πως απλά τον κορόιδευα. Έκανα το χατίρι της μητέρας μου, επειδή πίστευε πως είμαι διπολική μετά τα ξεσπάσματα μου στο σπίτι και αφού είχα σκάσει τα λάστιχα του καθηγητή της χημείας. Δεν έκατσε ποτέ η ίδια να με ρωτήσει γιατί είχα φτάσει ως εκεί. Άμπυ, θα ήταν φρόνιμο να επισκεφτούμε έναν ειδικό, μου είχε πει, λες και μου άφησε πολλές επιλογές.

Η επιφάνεια κάτω από τα πόδια μου γλιστράει αρκετά. Γιατί σκέφτομαι τόσα πολλά; Ειδικά τώρα δεν έχω καθόλου όρεξη για απολογισμό. Απλώς θα κλείσω τα μάτια μου και θα πέσω στο κενό. Δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν θέλω εγώ να υπάρξει.

Άμπυ! Περίμενε, Άμπυ.

Τι είναι αυτό; Προσπαθώ να ξεθολώσω τα μάτια μου και να διακρίνω την σκιά που τρέχει προς το μέρος μου. Δεν αναγνωρίζω την φωνή, δεν μου είναι καν οικεία. Ποιος στο καλό με βρήκε εδώ πέρα και τι θέλει; Όσο πιο κοντά έρχεται, τόσο και το είδωλο του γίνεται καθαρό. Είναι ψηλός και ανοιχτόχρωμος. Τουλάχιστον αυτό μπορώ να καταλάβω αν και φοράει κουκούλα.

«Σε παρακαλώ, μπορείς να κατεβείς από εκεί;» Με ρωτάει και τα μάτια του προσπαθούν να βρουν τα δικά μου.

«Άφησε με ήσυχη. Μην πλησιάσεις άλλο» Του απαντάω απότομα.

«Θέλω να ανοίξεις τα μάτια σου και να με κοιτάξεις Άμπυ» Συνεχίζει.

«Φύγε» Του φωνάζω και τα μάτια μου πέφτουν πάνω στα δικά του.

Περίεργο, είναι ήρεμα και όμως με κοιτάζουν τόσο έντονα. Δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο αλλά μου μεταδίδουν κάτι ήρεμο. Ξέρω όμως τι κάνει. Θέλει να πιάσω το χέρι του, που τώρα τεντώνει προς τα εμένα, για να με αποτρέψει από αυτό που πάω να κάνω. Δεν κατάλαβε, αυτό θα τελειώσει εδώ και τώρα. Γυρίζω το κεφάλι μου μπροστά στο απόλυτο σκοτάδι και κλείνω ξανά τα μάτια μου.

«Σε καταλαβαίνω. Πίστεψε με σε καταλαβαίνω» Ακούω την φωνή του πιο κοντά μου τώρα. Καταλαβαίνω πως έχει πλησιάσει αρκετά. Κανένας δεν με καταλαβαίνει, κανένας δεν έχει μέχρι τώρα μπει στην θέση μου και θα το κάνει αυτός;

«Σου είπα να φύγεις. Δεν με ενδιαφέρει τι κάνεις εσύ. Θέλω να φύγεις» του απαντάω.

«Εντάξει, μπορώ να καθίσω εδώ δίπλα σου, και να σε κοιτάζω μέχρι να πέσεις.» λέει γελώντας.

Τι ακριβώς του φαίνεται αστείο; Θεωρεί πως είναι αστείο όλο αυτό και θα δειλιάσω τελευταία στιγμή; Μου προκαλεί εκνευρισμό και αυτό δεν μου αρέσει καθόλου.

«Πάντως σκέψου το λίγο, αν δώσεις τέλος στην ζωή σου, θα εξαφανιστεί και όλος ο υπέροχος κόσμος μέσα στο μυαλό σου. Ξέρεις για ποιόν λέω.»

«Τι πράγμα;» η φωνή μου ακούστηκε πολύ πιο ξαφνιασμένη από ότι και εγώ η ίδια περίμενα.

«Κατέβα εδώ δίπλα μου και θα σου πω» απάντησε με μια παράξενη ηρεμία στο πρόσωπο του.

Πως γίνεται να ξέρει για αυτό το πράγμα; Ήμουν πολύ προσεκτική. Γιατί το σκέφτομαι ακόμα και δεν πηδάω; Όλο μου το σώμα έχει γυρίσει προς το μέρος του και με ωθεί στο να κατέβω από το καταραμένο τοιχάκι. Βλέπω το χέρι του που και πάλι είναι απλωμένο προς το μέρος μου και χωρίς να το σκεφτώ πιάνομαι από πάνω του και προσγειώνομαι δίπλα του. Πλέον τα χέρια του έχουν πιάσει τα δικά μου και μου φαίνεται πως είδα ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του.

«Πάμε λοιπόν, κερνάω σοκολάτα.» Μου είπε και άρχισε να με τραβάει από το χέρι, ώστε να φύγουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται από εκείνο το μέρος. 

Μέσα στο μυαλό μουWhere stories live. Discover now