Πρωί.
Ήταν πρωί όταν επιτέλους το πήρα απόφαση, σηκώθηκα από το κρεβάτι γρήγορα, προτού το μετανιώσω, φόρεσα μακριά ρούχα κι ας έκαιγε ο ήλιος έξω, πήρα την τσάντα της δουλειάς, εκείνη που με περίμενε κάθε μέρα στην καρέκλα δίπλα στην εξώπορτα και έφυγα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή.
Γιατί αυτό έκανα, αν το κοιτάξουμε από καθαρά λογική άποψη, αν λόγου χάρη σκεφτούμε ότι στο διαμέρισμά μου υπήρχε κάπου μια κρυμμένη κάμερα, αυτές τις κινήσεις θα κατέγραφε. Όμως δεν ήταν απλώς έτσι. Από το κρεβάτι μέχρι την πόρτα εκείνο το πρωί είχα μαζέψει όλο μου το θάρρος, είχα προσπαθήσει να νικήσω όλη μου την αγωνία και τον δισταγμό, το «μήπως πρέπει να καθίσω σπίτι μου ήσυχα και να το ξεχάσω», είχα βρει την δύναμη που χρειαζόταν για να ανασύρω μια πληγή που κουβαλούσα καιρό μέσα μου με την παρηγοριά ότι ζώντας την ξανά έστω και μέσω της μνήμης θα υπηρετούσα τη δικαιοσύνη και το καλό μου. Αυτά όμως δε φαίνονται, έτσι κι εκείνος δεν τα σκέφτηκε• σκέφτηκε μόνο ότι ξύπνησα μια μέρα στραβά, ντύθηκα κι ήρθα να μηνύσω κάποιον για βιασμό επειδή...ξέρω γω, έτσι, μου την έδωσε. Επειδή δεν μου δάνεισε ζάχαρη όταν μου τελείωνε, ας πούμε.
Καθόμουν απέναντί του σε μια πλαστική καρέκλα και ίδρωνα μέσα από τα ρούχα μου από τη ζέστη και το άγχος. Έτριβα σαν μανιακή τις παλάμες μου μεταξύ τους. Το πρόσωπό μου έκαιγε σαν φωτιά, ένιωθα να μου τελειώνει ο αέρας, αλλά έλεγα στον εαυτό μου: υπομονή. Θα δεις τι καλύτερα που θα νιώσεις όταν το βγάλεις από μέσα σου. Ο αστυνομικός που έχει υπηρεσία με έχει καρφώσει εδώ και ώρα με ένα βλέμμα δύσπιστο και υποτιμητικό. Μόλις του έχω ανακοινώσει ότι θα ήθελα να κάνω μήνυση στον τάδε, ο οποίος με χρησιμοποίησε παρά τη θέλησή μου για να γιατρέψει τις ορέξεις του. Και μόνο που το λέω ακούγεται τόσο βάρβαρο, τόσο αταίριαστο για έναν άνθρωπο. Να είναι δέσμιος των ενστίκτων του σε τέτοιο βαθμό που να μην διστάζει να βλάψει για να τα ικανοποιήσει έναν άλλον.
Σφίγγω τα χείλη μου. Δεν πρέπει να κλάψω. Εγώ έχω δίκιο. Εγώ είμαι η αδικημένη. Εγώ είμαι το θύμα κι αυτός ο ένοχος.
Μετά από αρκετή ώρα ο αξιωματικός αποφασίζει να μιλήσει. Με κοιτάει πιο έντονα, σαν να θέλει να με διαβάσει.
«Και πού είπες ότι έγινε αυτό, κοπελιά;» ρωτάει.
Καταπίνω το σάλιο μου.
«Ήμουν στο σπίτι ενός φίλου» απαντάω σιγανά. «Σ’ ένα πάρτι.»
Χαμογελάει με έναν αόριστο τρόπο.
«Τι φορούσες;» είναι η επόμενη ερώτησή του.
YOU ARE READING
Έχει Σημασία;
Short Story«Μίλα! μας λένε και μας ξαναλένε. Στην τηλεόραση, στα ενημερωτικά φυλλάδια, στα σποτ, στις ιστοσελίδες. Μίλα, δεν είσαι μόνη. Πρέπει να δικαιωθείς. Μίλα. Μην το αφήνεις να περάσει έτσι. Δεν σου αξίζει. Μίλα! Ε, ωραία, μίλησα. Και μετά τι;» Ένα διήγ...