Η σονάτα ενός ξεχασμένου σεληνόφωτος

193 11 9
                                    

Έκανα ένα βήμα μπροστά, το πάτωμα έτριξε μέσα στην σιωπή. Έκλεισα τα μάτια μου και έθαψα εκείνον τον ανεξήγητο φόβο που άπλωνε τις ρίζες του μέσα μου. Τις τελευταίες μέρες τον ένοιωθα να κατασπαράζει όλες εκείνες τις χαρούμενες στιγμές που είχα ζήσει κάποτε, να στοιχειώνει ότι έκανε την καρδιά μου να χαμογελάει. Η καρδιά μου γινόταν πιο βαριά και κουραζόμουν να κουβαλήσω την ψυχή μου μέσα στους άδειους διαδρόμους του σπιτιού, ανάμεσα στις σκιές που δημιουργούνταν στο σπίτι τα βράδια όταν το φως του φεγγαριού έμπαινε κρυφά από τις κουρτίνες σαν να έψαχνε να με βρει… να βρει εμένα και ότι όμορφο είχε απομείνει μέσα μου.
                Σήμερα έχει πανσέληνο… Θυμάμαι κάτι καλοκαίρια που καθόμουν για ώρες κάτω από το φως της, έκανε το πάντα γύρω να γεμίζουν με μαγεία, να απλώνει ένα λεπτό στρώμα αστερόσκονης στα σημεία που ακουμπούσε το φως της σαν πέπλο. Να άλλη μια ωραία ανάμνηση! Είναι, όμως; Δεν ξέρω πια! Δεν ξέρω τι να πιστέψω πια… Τώρα το φεγγάρι με τρομάζει. Κάνει τα πάντα στο σπίτι να φαίνονται πιο μεγάλα, πιο άδεια και πιο τρομακτικά. Νοιώθω τα μαλλιά μου να παίρνουν έναν διαφορετικό τόνο του άσπρου, η αστερόσκονη που κάποτε άλλαζε τη νύχτα μετατράπηκε σε στάχτη που σκεπάζει τις επιφάνειες των επίπλων. Στάχτες μιας ζωής που δεν έζησαν όπως έπρεπε, ίσως. Αποκαΐδια από εκατοντάδες χιλιάδες ανείπωτες λέξεις που έμειναν κολλημένες στο πίσω μέρος της γλώσσας μου και ποτέ μου δεν μπόρεσα να τις πω γιατί… γιατί φοβόμουν! Φοβόμουν… και τώρα ο φόβος με κυνηγάει. Μπλέκεται στις τεράστιες σκιές που σχηματίζονται στο σπίτι και φωνάζει το όνομα μου. Προσπαθώ να κλείσω τα αυτιά μου, να κάνω σαν παιδί που αρνείται να ακούσει ότι του λένε, αλλά κάθε φορά που αντιστέκομαι αυτός γυρνάει πιο δυνατός και γκρεμίζει ότι πρόχειρα είχα στήσει γύρω μου για να με προφυλάξω. Και έτσι παραλύω, σε μια ατέρμονη σιωπή που με τραβάει μέσα της.
                Το χέρι μου αρπάζει την κουρτίνα και αφήνει λίγο ακόμα φως να μπει στο δωμάτιο. Κοίτα το χέρι μου… Κοίτα πως φαίνεται κάτω από το φως του φεγγαριού… Σαν να κουράστηκε και αυτό μαζί με εμένα, σαν να με εγκαταλείπει όπως έχουν κάνει όλοι! Στο τέλος πάντα μένεις μόνος, μόνος σου πορεύεσαι και μόνος σου παλεύεις πάντα… Δεν σου μαθαίνουν τον πόνο, την μοναξιά και την απώλεια. Μόνος σου σκληραγωγείς την ψυχή σου.
                Ακόμα και τώρα που το φεγγάρι στοιχειώνει τη γη, εγώ θέλω να βγω και πάλι έξω. Με πνίγουν οι τοίχοι, οι φωτογραφίες, η σκόνη και εκείνος ο μεγάλος καθρέπτης απέναντι μου… Σκιές περιφέρονται παντού στο δωμάτιο, υποσχέσεις όσων έζησα, αγάπησα, μίσησα και που ποτέ μου δεν τόλμησα. Τώρα με ακολουθούν και σχηματίζουν χρυσό κλουβί στην παγωμένη μου καρδιά που ξέχασε να χαμογελάει πια. Τα χρυσά σίδερα όμως στενεύουν όλο και πολύ και η καρδιά μου δεν αντέχει… Ανασαίνω βαθιά και η σκόνη από τις αναμνήσεις γεμίζει τα πνευμόνια μου θέλοντας να με πνίξει, όπως είχα κάνει και εγώ κάποτε με αυτές. Το δίχως άλλο παίρνουν εκδίκηση, που δεν τους έδωσα ένα καλύτερο μέλλον από αυτό που τους άξιζε. Με μια απότομη κίνηση τραβάω και πάλι την κουρτίνα να κλείσει. Οι σκιές όμως δεν φεύγουν και το φως συνεχίζει να μπαίνει από μια μεριά του παραθύρου… Τα χρόνια πέρασαν και τώρα τρέμω να είμαι εγώ, τρέμω να αφήσω τα δάκρια μου να κυλήσουν γιατί έτσι θα πρέπει να αποδεχτώ πως ηττήθηκα. Δεν θέλω όμως να ηττηθώ. Όχι τώρα! Όχι ακόμα τουλάχιστον.
                Ο καθρέπτης στέκεται ακόμα απέναντι μου αλλά η όραση μου έχει θολώσει χρόνια τώρα. Σπασμένες αναμνήσεις κρέμονται και αντανακλούν την θαμπάδα τους πάνω του. Το ένα μου βήμα ακολουθούσε το άλλο… η θαμπάδα έφευγε και τα μάτια μου έπαιζαν παιχνίδια. Άπλωσα το χέρι μου και ακούμπησα, πριν καν αντικρίσω το πρόσωπο μου, την κρύα επιφάνεια του καθρέπτη. Έστω κι έτσι κάποιος μου άπλωνε το χέρι του… Δεν άργησα να αντικρίσω ότι ο χρόνος είχε δημιουργήσει! Μια ακόμη σκιά μέσα στο σεληνόφωτο. Στα μάτια της αντανάκλασης συνάντησα εκείνη τη λάμψη, μόνο εκείνη μου έμενε και πάλευε να γλυτώσει από ότι το χάος μια ανθρώπινης ζωής είχε εγκαταστήσει.
                Κι όταν αυτή η νύχτα περάσει θα έρθει και πάλι εκείνο το αβάσταχτο πρωί. Μακάρι να βρέχει… ξέρεις πως τουλάχιστον κάποιος δεν φοβάται να κλάψει και να αφήσει όλα αυτά που τον βασανίζουν να φύγουν με μια σταγόνα νερό.
                Αντίο, φεγγάρι… Καληνύχτα, ζωή μου! Μακάρι αύριο άλλη ανάμνηση να ξημερώσει… 

Η σονάτα ενός ξεχασμένου σεληνόφωτοςTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon