1. Κάτι σαν αρχή και η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.
Για αρχή, θα σου πω μια ιστορία.
Η Αλίκη ήταν πέντε χρονών όταν από την Καμπούλ του Αφγανιστάν, με άλλο όνομα, ήρθε στην Ελλάδα. Από μικρή, οι γονείς της έκοβαν τα μαλλιά της για να μοιάζει με αγοράκι όταν έβγαινε έξω για να πουλήσει τα φρούτα της ημέρας. Τα ρούχα του αδελφού τής έπεφταν μεγάλα και έπρεπε να σηκώνει συνέχεια το παντελόνι της. Πάνω στη μπλούζα είχε μια τρύπα και γύρω της αίμα από τον πυροβολισμό που σκότωσε τον αδελφό της πριν λίγα χρόνια. Δεν είχε παπούτσια, το τελευταίο ζευγάρι που της αγόρασε ο πατέρας της χάθηκε, της είπαν. Στην πραγματικότητα το έκλεψαν υπό την απειλή όπλου τρεις Ταλιμπάν. Δεν μπορούσε να τρέξει μακριά, μήπως χαθεί από τη ματιά της μαμάς της, δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά γιατί φοβόταν μη καταλάβουν πως είναι κορίτσι, δεν γελούσε δυνατά γιατί δεν είχε τη φωνή να το κάνει και το κουράγιο να δοκιμάσει. Ήταν αγόρι, σε κάθε επίσημη πιστοποίηση του κράτους.
Είχε λίγα δικαιώματα. Περισσότερα από το αν ήταν κορίτσι.
Τα βράδια που το ρεύμα κοβόταν και το νερό δεν έφτανε για να πλύνει το σώμα της, η Αλίκη διάβαζε παιδικά βιβλία παρέα με ένα κεράκι που άναβε η μαμά της για την προσευχή. Ήταν μόνο πέντε και ήξερε να γράφει καλύτερα από την μητέρα της που κάποια ένδοξη εποχή είχε πτυχίο στη Φιλολογία από το Πανεπιστήμιο της Καμπούλ. Το έκαψε μόλις οι Ταλιμπάν μπήκαν στη γειτονιά της. Η Αλίκη όμως βαρέθηκε τα παιδικά. Ήθελε να μεγαλώσει. Να διαβάσει κάτι που καλούσε η ωριμότητά της.
«Δεν θα είσαι ποτέ ξανά παιδί.» της έλεγε ο πατέρας της.
Μια μέρα η Αλίκη έπιασε ένα άλλο παιδί να κλέβει πορτοκάλια από τον μπάγκο της στην αγορά. Ο πατέρας της δεν μπορούσε να φύγει οπότε η Αλίκη, όπως έκανε ο Jabri στο βιβλίο της Gaia Cornwall που είχε πάρει από τον αδελφό της, σήκωσε το παντελόνι της και άδραξε την ευκαιρία για να πετύχει τον μεγάλο στόχο της. Να τρέξει γρήγορα, δυνατά, μακριά. Να μη φοβηθεί αν πέσει. Να σώσει το κλεμμένο πορτοκάλι!
Έτρεξε μέσα στον κόσμο της αγοράς. Τα μπαχάρια την έκαναν να φτερνιστεί και μετά από λίγο η μυρωδιά του κρέατος την αναγούλιασε. Πίσω από το βομβαρδισμένο εργοστάσιο στην άκρη της πόλης, η Αλίκη ακολούθησε το παιδί, του έπεφταν ένα ένα τα πορτοκάλια από τις τσέπες και η Αλίκη να μάζευε στις δικές της. Είχε απομακρυνθεί πολύ από τους γονείς της και ούτε που κατάλαβε πως δεν αναγνώριζε πλέον τον δρόμο που τα πόδια της πατούσαν. Όμως ο Jabri ήταν γενναίος. Έτσι θα ήταν και εκείνη.
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Η συνταγή της δυστυχίας | ✓
Любовные романыΟχτώ άγνωστοι. Οχτώ διαδρομές με το τρένο στην Ευρώπη. Οχτώ εβδομάδες μακριά από όλους και όλα όσα γνωρίζουν. Παρέα μόνο με οχτώ...συνταγές. Φτιαγμένοι διαφορετικά ο ένας από τον άλλον, σύντομα θα μάθουν πως αποτελούν τα βασικά υλικά μιας μοναδικής...