Πρόλογος.

177 14 3
                                    

Φεβρουάριος 2015

-Juniper 

Είχε περάσει μία ώρα απ' όταν ήρθαμε στην καφετέρια. Ήταν ένα μικρό γωνιακό μαγαζί που τον τελευταίο καιρό δεν μάζευε πολύ κοσμό εξαιτίας του εμπορικού κέντρου που είχε ανοίξει στον απέναντι δρόμο. Έτσι όποτε ερχόμαστε είμαστε ουσιαστικά μόνες, με ορισμένες εξαιρέσεις όπως σήμερα. Υπάρχουν άλλοι δύο πελάτες σε κοντινά τραπέζια. Μια κοπέλα γύρω στην ηλικία μας και ένας άντρας που διαβάζει την εφημερίδα του.

Έστρεψα το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος αμάξια. Άνθρωποι κάθε ηλικίας πηγαινοέρχονταν από το ένα στο άλλο στενό της Νέας Υόρκης. Το εμπορικό ξεχύλιζε από κόσμο όπως συνήθως. Ο δυνατός αέρας δεν ήταν αρκετός για να κρατήσει τους νεοϋορκέζους κλεισμένους στα σπίτια τους. Ακόμη και άνθρωποι που δεν μένουν εδώ, έρχονται να διασκεδάσουν όποτε βρίσκουν την ευκαιρία. Είναι αστείο πως όλοι θέλουν να ζήσουν εδώ και όμως εγώ μισώ αυτή την πόλη.  

Ανασέναξα και κοίταξα το μαγαζί.

Η κοπέλα με τα μακρυά μαύρα μαλλιά σηκώθηκε από το τραπέζι της και κατευθύνθηκε στην εξόδο με σκυμμένο το κεφάλι. Η απογοήτευση ήταν ζωγραφισμένη σε όλο της το πρόσωπο, καθώς έκλεινε την πόρτα. Αναρωτήθηκα αν είχε κανονίσει κάποιο ραντεβού, το οποίο προφανώς ακυρώθηκε. Χαμογέλασα μελαγχολικά.

«Πόση ώρα θέλει για να φτάσει από το σπίτι της;» αναστέναξε ενοχλημένη η Ashley.

«Θα την πάρω τηλέφωνο,» είπε η Sophie και σηκώθηκε από τον βελούδινο μπλε καναπέ.

Κοίταξα το κινητό μου που αναβόσβηνε. Το όνομά του εμφανίστηκε στην οθόνη για τέταρτη φορά, όμως το αγνόησα. «Δεν θα απαντήσεις;» με ρώτησε η Alex.

Ανασήκωσα τους ώμους μου. Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρω τι θέλω να κάνω. Πήρα την κάποτε ζεστή σοκολάτα στα χέρια μου και ήπια μια γουλιά. Το όνομά του χάθηκε από την οθόνη και ξεφύσηξα ανακουφισμένη. «Δεν μπορείς να τον αποφεύγεις για πάντα June,» ψέλλισε η Ashley.

«Το ξέρω,» απάντησα απλά και ακούμπησα την πλάτη μου στην αναπαυτική πολυρθόνα. Θέλω να του μιλήσω, απλώς φοβάμαι πως θα πω κάτι που ίσως μετανιώσω.

«Συγγνώμη,» ψέλλισε ο άντρας από το διπλανό τραπέζι. Γύρισα να τον κοιτάξω. Δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγάλος. Οι γωνίες του προσώπου του ήταν έντονες και τα μάτια του είχαν ένα μεθυστικό πράσινο χρώμα. «Μήπως έχετε αναπτήρα;» ρώτησε καθώς έβγαζε τα τσιγάρα από την τσέπη του.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Apr 07, 2015 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

The WhispererWhere stories live. Discover now