Ήταν ανάμεσα στην Ντίνα και στον Τζέιμς. Είχε φέρει τα γόνατα της κοντα στο μέτωπο της και είχε χώσει μέσα σε αυτά το πρόσωπο της. Είχε μουσκεψει τα ρούχα της. Τα μανίκια της γκρι μπλούζας που φορούσε και στο σημείο το τζιν που ήταν τα γόνατα της. Μαυρα -απο το μολύβι- δάκρυα συνέχεια έκανα την εμφάνιση τους. Το λεπτό και σομον δεξί χέρι της Ντίνα πέρασε γύρο από τους ώμους της Λίας και το αριστερό έκανε μικρούς κύκλος στο αριστερό της χέρι και μετά χαϊδεύε το μαλλιά της που στις άκρες ήταν μούσκεμα και είχαν ψηλοχαλάσει η ξανθές μπούκλες της. Ο Τζέιμς σηκώθηκε ανήσυχος και πήγαινε πάνω κάτω μπροστά από το μικρό ξύλινο τραπεζάκι. Είχε σταυρωσει τα χέρια και το βλέμμα του χλομιασε. Τους είχε πει τι έγινε. Μετά από λίγο χτύπησε η πόρτα. Ο Τζέιμς άνοιξε και ο Βικ εισήλθε μέσα στο σαλόνι τρέχοντας προς την Λία. << τι έγινε? τι είναι αυτά που μου είπαν Λία? >> είπε και γονάτισε μπροστά από την Λία χαϊδεύοντας τα πόδια της πάνω - κάτω αργά - αργά. << Πφφ ναι. Είναι αλήθεια. >> είπε και ξεκίνησε πάλι δυνατά να κλαίει. << έλα αγάπη μου μην κλαις >> είπε η Ντίνα καθώς την αγκάλιασε σφιχτά. Κάθισαν όλοι γύρω της. << δεν είσαι μόνη ότι θες είμαστε εδώ >> είπε ο Τζέιμς << ναι θα σε βοηθήσουμε σε ότι και αν χρειαστείς >> συνέχιζε ο Βικ << εγώ μάλλον θα ρωτήσω να έρθω να μείνω μαζί σας >> είπε η Ντίνα τελευταία καθώς δεν ήξερε πλέον τι να πει. Ήθελε να βοηθήσει πολύ αυτή την δύσκολη κατάσταση. Ήθελε να είναι δίπλα της, να την στηρίξει. Μα δεν ήξερε τι να κάνει. Μα το μόνο που ήταν σίγουρο ήταν πως θα ήταν δίπλα της σε ότι και αν χρειαστεί.
<< στον Χάρυ το είπες? >> αναφώνησε σκεπτόμενη η Ντίνα
<< όχι και μάλλον δεν θα το κάνω πριν γύρισει. Άμα του το πω θα γυρίσει πίσω και δεν θα κάνει τις εξετάσεις του σωστά οπότε όχι >>
Είπε και σκούπισε τα δάκρυα της. Σηκώθηκε στην κουζίνα πιει λίγο νερό.
Ναι ήταν χαμενη. Άκουγε συζητήσεις από το σαλόνι μα δεν έδινε σημασία. Είχε χαθεί στις σκέψεις της. Στον δικό της κόσμο πλέον. Που δεν ήταν παρά μόνο αυτή και ο αδερφός της.
Ήταν δύσκολα τα πράγματα από εδώ και πέρα.
Γύρισε πίσω στον καναπέ και ξάπλωσε. Τα μάτια της τα ένιωθε βαριά. Τα βλεφαρα της έπεφταν σιγά - σιγά. Σκοτάδι την πλημμύρισε και χάθηκε μέσα σε αυτό. Αυτή τι στιγμή ήθελε την μαμά της δίπλα της να την κρατάει αγκαλιά να την χαϊδεύει και να της λέει πόσο την αγαπάει μα πλέον ποτέ Ξανά δεν θα τα ξαναακουγε συγκεκριμένα από το στόμα της, με τον δικό της τρόπο, με τον κάθε γλυκό τρόπο που το λέει μια μαμά το ' σ'αγαπάω' στο παιδί της για να το ενθαρρύνει.
Προσπαθούσε να σκεφτεί, το τι θα κάνει. Μα ήταν δύσκολο. Άφησε τον εαυτο της ελεύθερο και μετά από λίγα Λεπτά κοιμήθηκε καθώς την βοηθούσε και η ζεστασιά της κουβέρτας να απλώνεται πάνω στο λεπτό, καμπυλοτο και ωραίο σώμα της.Κορίτσια σορρυ που άργησα, αλλά πρέπει να προχωρήσω και την άλλη μου ιστορία που είναι ακόμα στην αρχή.
Για αυτή την ιστορία έχουν μείνει μόνο λίγα κεφάλαια.