<< Λία? >>
<< ναι Τονη >>
<< πρώτων ετοιμάσου να φύγουμε δεύτερον το βράδυ θα κοιμηθώ στον Ναϊαλ να ξέρεις >>
<< καλά πάμε, τα πήρες τα πράγματα σου? >>
<< ναι ναι πάμε >>
<< Οκευ μισό να πάρω την κιθάρα και έρχομαι >>........
<< έλα πάμε >> είπε η Λία και άνοιξε την Πόρτα. Βγήκαν και κλείδωσε. Προχώρησαν μέχρι την στάση και περιμένανε.
<< γειά σας >> ακούστηκε μια αγοριστική φωνή.
<< γειά σου Ναϊαλ >> είπαν και οι δύο μαζί.
<< εεε Λία να πάμε μαζί? >>
<< εεε? >>
<< έλα ρε αδερφούλα >>
<< καλά αλλά να προσέχετε >>
<< Οκευ Ευχαριστώ >> της είπε και την αγκάλιασε σφιχτά ψυθιριζοντας κοντά στο αυτί της << θα είσαι καλά σ'αγαπάω >> και η Λία γέλασε πνιχτα << και εγώ >> είπε και έφυγε προς το Ωδείο. Ήταν νωρίς ακόμα αφού είχαν ξεκινήσει Πιο νωρίς για να πάει τον μικρό μπάσκετ.Ναι είχαν περάσει τρις εβδομάδες από το τροχαιο. Δεν ήταν και χαρούμενη μα είχε σταματήσει να είναι όπως παλιά μελαγχολική. Ήθελε να στηριχτεί στα πόδια της. Ήθελε να τα καταφέρει στην ζωή της. Έτσι όπως την έμαθε ο πατέρας της. Μπορεί να γκρίνιαζε τότε μα ναι θυμάται τα πάντα. Κάθε λέξη και γράμμα από τα λόγια του πατέρα της. Ήθελε να δώσει ελπίδα στον αδερφό της και έτσι πάντα χαμογελούσε μα το χαμόγελο πάντα ήταν ψεύτικο. Γιατί η ίδια ενθάρρυνε πολλούς και κυρίως τον Τονη μα κανένας αυτήν. Παρόλο που την στήριζαν οι φίλοι της δεν ένιωθε ολοκληρωμένη. Πάλι ένα κομμάτι της έλειπε... κάτι από αυτήν χανόταν βαθιά μέσα της. Μα προσπαθουσε να είναι δυνατή. Κάι σιγά-σιγά άρχισε να καταφέρνει.
.....
*****<< Πφφ ακόμα έξι η ώρα. >> είπε και αναστέναξε.
<< γειά σου Λία. >> άκουσε μια αντρική φωνή. << αα γειά σου Ματιάς >>
<< τι κανείς? >>
<< καλά είμαι Ματιας εσύ? >>
<< καλά, έλεγα άμα ήθελες να πάμε καμία βόλτα σήμερα το βράδυ όπως και την προηγούμενη Παρασκευή? >>
<< μπαα δεν έχω όρεξη Ματιας. >>
<< οο έλα καλά θα περάσουμε >>
<< αύριο πρέπει να ξυπνήσω νωρίς. Δούλευω >>
<< δεν γυρίσουμε αργά. Μα δεν δικαιούμαι μια βόλτα? σε έχω βοηθήσει πολύ αυτές τις μέρες >>
<< ναι το ξέρω και σε Ευχαριστώ >>
<< τότε? >>
<< πφφ καλά θα δούμε >>
<< ωραία >>
<< περάσε η ώρα πάμε μέσα? >>
<< ναι >><< γειά σας παιδιά ειμαστε ολοι εδω? >>
<< ναι κυρία >> είπε ο Ματιας
<< ωραία ας αρχίσουμε >>.......
****Ντριν ντριν
<< παιδιά τελειώσαμε καλό σας βράδυ >>
<< δεν το πιστεύω >> αναφώνησε νευρικά η Λία.
<< τι έγινε? >> ρώτησε ο Ματιας.
<< μου έπεσαν όλα τα φυλλάδια κάτω >> είπε με νευριασμένο τρόπο.
<< άστα θα τα μαζέψω εγώ. >>
<< Ευχαριστώ πολύ Ματια. >>
Και ο Ματιας έγνεψε θετικά.
<< να ορίστε >> είπε και άφησε τα φυλλάδια μέσα στον ανοιχτό ντοσιέ. Τον έκλεισες και της το δώσε.
<< θνξ, πάμε? >>
<< ναι ναι >> είπε και προχώρησε ο Ματιας μπροστά ανοίγοντας την πόρτα της αίθουσας. Ήταν η τελευταίοι. Προχώρησαν στο χολ. Ο Ματιας άνοιξε την εξωτερική πόρτα και βγήκαν έξω.
<< γκρρ κρύο >> είπε η Λία καθώς με γρήγορες κινήσεις κουμποσε ο μπουφάν της. Μα τις έπεσε ο φακελος. Έσκυψαν και οι δύο ταυτόχρονα χωρίς να πουν τίποτα.
Πλέον ήταν πρόσωπο με πρόσωπο πολύ κοντά. Κοιτούσε ο ένας τον άλλον. Μα γρήγορα το σταμάτησε η Λία σηκώνοντας πάνω και χαμογέλασε πνιχτα, έσκυψε το κεφάλι με ένα ντροπαλό τρόπο έβαλε το μαλλί της πίσω από το αυτί. Μα ο Ματιας την πλησίασε και με το σώμα του την κάρφωσε πίσω στον κρύο και ψυχρό τοίχο. Και την κοιτούσε έντονα.
<< Ματίας τι κανείς? >>
<< αυτό που θέλω να κάνω εδώ και καιρό >>
<< τι? όχι! >> είπε η Λία τρομαγμένα και τραβήχτηκε απομακρύνοντας το σώμα της από κοντά του μα δεν πρόλαβε να φύγει όταν χέρι τι σταμάτησε και την ξανακολλησε στο τοίχο.
<< τι αντιστέκεσαι? >>
<< τελικά όντως είσαι μεγάλος μαλακας αγόρι μου. Είμαι σίγουρη. >>
<< χα-χα >>
<< μα ειμαστε φιλοι >>
<< εσυ το νομιζεις αυτο. Εγω γι αυτο σε πλησιασα γιατί μου αρεσες. Και σιγά σιγά με εμπιστευτικές. Έφυγε ο άλλος ο μαλακας και τώρα έχω το παιδιό ελεύθερο >>
<< δεν είναι μαλακας! Εσυ είσαι και μάλιστα μεγάλος. >> είπε φωναχτά και σήκωσε το χέρι για να τον χτυπήσει μα την προλαβε και της το κράτησε
<< τι νομίζεις ότι κανείς? Θα με χτυπήσεις? >> και το είπε τόσο έντονα στο πρόσωπο της που η Λία γύρισε το κεφάλι της στα δεξιά. Βουρκωσε, έκλεισε τα μάτια της και δάκρυα έκαναν την εμφάνιση τους. Προσπαθούσε να φύγει μα μάταιο. Όταν ένιωσε ένα μεγάλο τραντασμο και άνοιξε τα μάτια της βουρκονοντας τα για αυτό που αντίκρισε ...Κοντεύουμε στο τελος.
Αλλά δύο κεφάλαια έμειναν + τον επίλογο.