Οδύνη

86 3 1
                                    

Ήταν περίεργη καθώς του μιλούσε στο τηλέφωνο, μα αυτό που αντίκρισε μπροστά του, μόλις έφτασε στο σπίτι της, δεν το περίμενε. Θα ορκιζόταν πως ποτέ του δεν την είχε ξαναδεί έτσι. Ευτυχως που ο Νικηφόρος έλειπε στο Ηράκλειο. Μα τι είχε συμβεί; Ποιος την είχε πειράξει; Έκανε να την αγκαλιάσει, αλλά εκείνη τίναξε τα χέρια του μακριά της. Τότε μόνο παρατήρησε το βλέμμα της να τον κοίτα άψυχα και τα μάτια της κλαμενα, γεμάτα μαύρους κύκλους και... μίσος. Πάγωσε. Το αίμα του θαρρείς και έφυγε από τις φλέβες του. Στα τόσα χρόνια, εκείνα του έρωτά τους, αλλά και εκείνα που ακολούθησαν, δεν θυμόταν ποτέ να τον κοιτάει έτσι. Η γυναίκα απέναντί του δεν θύμιζε ούτε στο ελάχιστο τη Βασιλική. Ήταν σαν σκιά του εαυτού της.

Κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί το δίχως άλλο.

"Αγάπη μου, τι έπαθες;", την ρώτησε γεμάτος αγωνία. Μήπως... μήπως είχε μάθει κάτι;; Μήπως ήξερε;; Όχι... δεν μπορούσε να συμβεί αυτό... Δεν έπρεπε... δεν ήταν δυνατόν. Κάτι άλλο έχει γίνει.

"Αγάπη σου;; Πώς τολμάς;;; Ψεύτη, εκμεταλλευτή, τιποτενιε!! Υποκριτής, αυτό είσαι!", η Βασιλική είχε χάσει τελείως τον έλεγχο.

Γιατί του μιλούσε έτσι; Άραγε ήξερε; Γιατί του έλεγε αυτά τα λόγια, αν δεν γνώριζε την αλήθεια; Μήπως...;;; Όχι, όχι, όχι τώρα που την βρήκε, δεν μπορούσε να την ξαναχασει...

"Τι λες;", τη ρώτησε ξεψυχισμενα

"Άθλιε, αλήτη, δολοφονε! Διέλυσες το σπίτι μου καθίκι! Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!", τα μάτια της άστραφταν. Η βροντή που έριξε τράνταξε συθέμελα το Μαθιό. Ώστε ήξερε, είχε μάθει... Πώς; Ποιος;
"Εσύ, εσύ,εσύ... Δεν το χωράει το μυαλό μου! Σκότωσες τον άντρα μου, κατέστρεψες την οικογένειά μου, έδωσες τη χειρότερη πίκρα στο παιδί μου και τολμάς να μπαίνεις εδώ μέσα σαν να μη συμβαίνει τίποτα;; Πόσο άνανδρος είσαι;; Πώς μπορούσες και κοιμόσουν τα βράδια; Με τι καρδιά με άγγιζες, με φίλαγες και μου έκανες έρωτα, ξέροντας τι είχες κάνει;"

Όλα είχαν τελειώσει. Ήξερε. Αυτο ήταν το τέλος. Όχι το δικό του, δεν τον πολυενοιαζε άλλωστε. Ήταν το τέλος της σχέσης του με την Βασιλική. Τον μισούσε, ήταν εξαγριωμένη και εκείνος δεν είχε δικαιολογία. Για την ακρίβεια, είχε, αλλά ήξερε ότι αν την ξεστόμιζε, θα την τσάκιζε ολότελα. Προτίμησε να μην μιλήσει και να την αφήσει να τον σιχαθεί, παρά να την δει να καταρρέει εντελώς.

"Σε σιχαίνομαι! Τα χέρια σου είναι γεμάτα αίμα. Με αυτά τα χέρια τόλμησες να με αγγίξεις;;; Πώς μπόρεσες, μίλα, πες μου!!! Πώς μπόρεσες να υποκρινεσαι τον προστάτη μας και τον πατέρα στον γιο μου, μετά απ' αυτό;;; Τι άνθρωπος είσαι;;; Χριστέ μου, αγάπησα ένα κάθαρμα... Μίλα ρε, πες μου, ήθελες εκδίκηση για τότε που παντρεύτηκα τον Στεφανή, αντί για σένα, έτσι;;; Θεέ μου αυτό είναι!!! Με εκδικηθηκες... Και καλά εμένα, το παιδί μου τι σου έφταιξε;;; Ο Στεφανής τι σου έκανε;;;; Θεέ μου πήρες εκδίκηση, διαλύοντας το σπίτι που με κόπο κρατούσα τόσα χρόνια και το ήξερες, ανάθεμα σε!!!

"Όχι, Βασιλική, ο τι άλλο θέλεις πίστεψε, αλλά όχι αυτό. Ο τι κι αν έκανα σ' αγάπησα και σ αγαπάω αληθινά και για πάντα. Δεν θα έκανα τίποτα για να σε βλάψω, πόσω μάλλον για να σ εκδικηθώ. Πρέπει να πιστέψεις, έστω μόνο σ αυτό, σε παρακαλώ..." Δεν μπορεί να πίστευε κάτι τέτοιο. Ο τι και να ήταν, ακόμη και φονιάς, ΠΟΤΕ δεν θα μισούσε τον έρωτα του, ακόμη και αν τον σκότωνε... Ποτέ δεν θα έκανε κακό, ούτε σ εκείνη, ούτε στο Νικηφόρο. Ήταν άθλιος, είχε δίκιο, είχε πάρει τη ζωή ενός ανθρώπου, και το χειρότερο ήταν ότι δεν το μετανιωνε, ακόμη και τώρα που την έβλεπε διελυμμενη. Αν ζούσε ο Στεφανής, δεν θα την έβλεπε, παρά μόνο στο νεκροταφείο, μέσα σ' έναν τάφο και αυτό δεν θα το επέτρεπε ποτέ όσο ζούσε. Ακόμη και αν έπρεπε να πληρώσει, χάνοντας την και μπαίνοντας φυλακή.

"Πάψε, πάψε, πάψε. Είσαι ψεύτης, όλα ψέματα, όλη η ζωή μου βουτηγμένη στο ψέμα και το μίσος!! Τόσο πολύ με σιχαθηκες;; Σ αγάπησα και εσύ με κατέστρεψες. Ήθελες λοιπόν να με πληρώσεις έτσι; Ε λοιπόν, να σε ενημερώσω ότι τα κατάφερες μια χαρά... Σε λάτρεψα, σε πίστεψα, σ εμπιστευτηκα μ όλη μου την καρδιά και εσύ με έκανες κομμάτια. Συγχαρητήρια!!! Το σχέδιο σου πέτυχε απόλυτα!!!

Πονούσε που την είχε πονέσει τόσο πολύ... Η ψυχή του είχε θρυμματιστεί, όσο συνειδητοποιούσε οτι την είχε καταδικάσει να ζήσει από δω και πέρα σε μια ζωή μέσα στο μίσος, την καχυποψία, τον πόνο και τη θλίψη. Γιατί αυτό θα ήταν η ύπαρξη της από δω και πέρα. Ανούσια, πικρή και πληγωμένη, ως το θάνατο.

<<Τι να έκανα Βασιλική; Σε μένα έλαχε να διαλέξω τον τρόπο να πεθάνεις. Τώρα πέθανες συναισθηματικά, αν ζούσε ο Στεφανής θα πέθαινες σωματικά. Έπρεπε να διαλέξω και διάλεξα το λιγότερο οδυνηρό.>>

"Φύγε, χάσου από μπροστά μου, διάβολε. Εξαφανισου απ' το σπίτι μου και να μην σε ξαναδώ μπροστά μου. Και μην τολμήσεις να πλησιάσεις ξανά το παιδί μου, γιατί θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Έχεις μια μέρα προθεσμία να παραδοθεις μόνος σου αλλιώς θα το κάνω εγώ!! Τι με κοιτάς, μακριά από δώ, φύγε τώρα, φύγε σου λέω". Είχε χαθεί στην οδύνη της και άρχισε να τον χτυπάει μανιασμένα, μέσα στα αναφιλητά της. Προσπαθούσε να της κρατήσει τα χέρια, να την πάρει αγκαλιά, να ημερεψει τον πόνο και την οργή της αλλά όσο περισσότερο την άγγιζε, τόσο εκείνη αφηνιαζε. Έπρεπε να φύγει το ήξερε, αλλά δεν άντεχε να την αφήσει μόνη σε αυτή την κατάσταση. Φοβόταν μήπως πάνω στη σύγχυση της πάθαινε τίποτα. Δεν θα το άντεχε.

Βλέποντας την να παλεύει σαν θηρίο στο κλουβί του, κατάλαβε ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να φύγει και ας τον πονούσε... Την άφησε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Γύρισε για να της ρίξει μια τελευταία ματιά και την αντίκρισε γονατιστή στο πάτωμα, να τρανταζεται ολόκληρη από το κλάμα. Έκανε μεταστροφή και ετοιμάστηκε να τρέξει δίπλα της, όταν εκείνη άπλωσε το χέρι της και μια μια κίνηση του έδειξε την πόρτα.

"Έξω", είπε μόνο. Ανευρη και παγερή. Αυτό που έτρεμε περισσότερο. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα όμως...

Άνοιξε την πόρτα με το κεφάλι χάμω, και την έκλεισε αθόρυβα πίσω του...

Μαθιός - Βασιλική:  Μετά την καταιγίδαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora