Εννιά//Απόδοση στοιχήματος: σε αναμονή

2.1K 177 380
                                    

Εκείνο το πρωινό της Δευτέρας, καθώς έδενε τα παπούτσια του, είχε το ίδιο αίσθημα μέσα του, όπως την πρώτη μέρα που εμφανίστηκε στην Σχολή Ικάρων, με το αξίωμα του Σμηνάρχου, μετά από χρόνια, ερχόμενος αντιμέτωπος με τις αλλαγές.

Ήταν μια μέρα ίδια για εκείνον.

Με αλλαγές, στο μυαλό του ακόμη, που δεν μπορούσε να ξεστομίσει προτού του δώσουν την άδεια.

Δεν ήξερε πως θα την κοιτούσε στα μάτια σήμερα, στο ραντεβού τους, και δεν θα της έλεγε τι είδε σε εκείνο το αρχείο, το βράδυ της Παρασκευής.

Ήλπιζε μονάχα να μπορούσε να ανακοινώσει εκείνος στο έτος την αρχηγεία, απλώς για να βρίσκεται δίπλα της σε αυτό. Να μπορέσει να την κοιτάξει στα μάτια και να απορροφήσει κάθε της αντίδραση.

Ίσως βέβαια αυτό να ήταν ακατόρθωτο. Ίσως υπήρχαν άλλοι που να ήθελαν να το ανακοινώσουν, για άλλους λόγους, πιο σοβαρούς, ταξικούς.

Όπως και να έχει όμως, προσπάθησε να αγνοήσει την φούρια του μυαλού του και οδήγησε μέχρι το στρατόπεδο... ανυπόμονος. Όταν πάρκαρε, πήρε βαθιά ανάσα και βγαίνοντας από το αυτοκίνητο ήταν αποφασισμένος πως δεν θα σταματούσε από το γραφείο του, αντιθέτως.

Κοιτώντας το ρολόι του, πρέπει να είχε φτάσει και νωρίτερα.

Πολύ νωρίτερα ίσως.

Μα φτάνοντας στο σημείο συνάντησης, την βρήκε εκεί όρθια, με γυρισμένη πλάτη να τινάζει νευρικά τα χέρια της και σημειωτόν να ζεσταίνει τους μύες της. Κατάπιε τον αγχωμένο αέρα που θα γέμιζε το μυαλό του. Περπάτησε αποφασισμένα και στάθηκε λίγο πιο πίσω της.

Καθάρισε τον λαιμό του.

Η Σμαράγδα γύρισε σχεδόν τρομαγμένη, πιάνοντας το στέρνο της, λαχανιασμένη κάπως. Ο Σμήναρχος της χαμογελούσε ήδη.

«Καλημέρα Σμαράγδα!»

Το βλέμμα της γλύκανε. «Καλή σας μέρα, κύριε Σμήναρχε.» Τα χείλη της κάπως ανασηκώθηκαν, μα γρήγορα έπεσαν, επαναφέροντας τον εαυτό της στο τώρα.

«Βλέπω το ραντεβού μας δεν το ξέχασες.»

Τον κοίταξε προσπαθώντας να διαβάσει το απροσδιόριστο στις λέξεις του. «Θα μου ήταν αδύνατον», είπε θαρραλέα, «είστε ο μόνος που μπορεί να πιέσει τόσο τα όριά μου, ανυπομονούσα να δω τι θα κάνετε σήμερα».

Κάθε λέξη της, ήταν ένα πυροτέχνημα μέσα του.

Μειδίασε, προσπαθώντας να συγκρατήσει τις σκέψεις του. Αυτός ο πληθυντικός τον χτυπούσε, του γυρνούσε το μαχαίρι στην καρδιά. Μα ο τόνος της, κάθε νότα που πατούσε στις συλλαβές αυτές, καθόταν σα βάλσαμο στις σκοτεινές του σκέψεις.

Διμοιρία ΕρωτευμένωνDonde viven las historias. Descúbrelo ahora