Οι Μοίρες

16 1 0
                                    

Η Θεογονία του Ησίοδου εξηγεί με δύο διαφορετικούς τρόπους πως γεννήθηκαν οι Μοίρες. Σε ένα πρώτο χωρίο, ο ποιητής, μας λέει: <<Η Νύχτα γέννησε τις αμάλαχτες Μοίρες, Κλωθώ, Λάχεσι και Άτροπο, που μοιράζουν τα καλά και τα κακά μόλις γεννηθούν οι θνητοί, καταδιώκουν τα εγκλήματα των θεών και των ανθρώπων και δεν παρατούν την τρομερή οργή τους παρά αφού εκδικηθούν τον ένοχο με τρόπο φοβερό>>. Στο τέλος της Θεογονίας διαβάζουμε αυτούς τους στίχους, που ασφαλώς έχουν παρεμβληθεί από άλλον: <<Η Θέμις, που έγινε σύζυγος του Δία, του έδωσε την Κλωθώ, τη Λάχεσι και την Άτροπο, που μοιράζουν τα καλά και τα κακά>>.
Όποια κι αν είναι η καταγωγή τους, οι Μοίρες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ελληνική μυθολογία. Αντιπροσωπεύουν μια δύναμη που εφορεύει πάνω στην ειμαρμένη του ανθρώπου, από τη γέννηση ως το θάνατο του. Τις έχουν παραστήσει με τη μορφή γυναικών που κλώθουν, κι έχουν παραλάβει τη ζωή του ανθρώπου με κλωστή που σπάζει σε κάθε πράξη της ζωής του, τόσο μηδαμινή και ασήμαντη -σαν μια κλωστή- είναι η δύναμη που ενυπάρχει στην ανθρώπινη ζωή.
Να πως εξηγούσε ο αρχαίος συγγραφέας τις δικαιοδοσίες της κάθε μιας από τις τρεις Μοίρες: <<Η κλωστή στο αδράχτι είναι: ή ό,τι έχει συντελεστεί, ή ό,τι οφείλει να συντελεστεί, ή ό,τι εξακολουθεί να συντελείται. Μια από τις Μοίρες είναι αφιερωμένη στο παρελθόν: η Άτραπος, γιατί ό,τι έχει περάσει είναι αμετάκλητο. Για το μέλλον είναι η Λάχεσις, επειδή το τέλος, σύμφωνα με τη φύση, εκδηλώνεται σε όλα τα πράγματα. Για το παρόν είναι η Κλωθώ, αποτελειώνοντας και ράβοντας για το κάθε τι ό,τι το αφορά>>.
Ποια είναι η θέση των θεών και ιδιαίτερα του Δία, απέναντι στη Μοίρα; Ένα είναι βέβαιο, πως είναι ανίσχυροι απέναντι της και δεν μπορούν να την αλλάξουν. Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος μας δείχνει τον Δία, βαθιά συγκινημένο στα πατρικά του σπλάχνα, να βλέπει έναν από τους γιους του, τον Σαρπηδόνα, έτοιμο να υποκύψει κάτω από τα χτυπήματα του Πάτροκλου και όμως να υποτάσσεται στο αναπόφευκτο. Μιλάει στην Ήρα για τα αισθήματα που τον συγκλονίζουν, αυτή όμως τον ανακαλεί στην πραγματικότητα με βίαια λόγια:
<<Υπερόπτη γιε του Κρόνου, τι επιχειρείς να τολμήσεις; Θέλεις να αποσπάσεις για δεύτερη φορά από τη Μοίρα του σκοταδιού ένα θνητό, προορισμένον από καιρό να πεθάνει; Ικανοποίησε αυτή σου την επιθυμία, μα θα προκαλέσεις τη δυσαρέσκεια σου όλων των θεών>>. Ο Ζευς υποχωρεί και λέει ο ποιητής, <<ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων δεν αντιτάσσεται στο πεπρωμένο. Ψεκάζει από τους ουρανούς μια ματοβαμένη δρόσο σα μαρτυρία του πόνου του>>.
Επειδή δε μπορεί να υπάρξει αντίφαση μεταξύ της Μοίρας και του Δία: η ειμαρμένη είναι ο νόμος που διέπει τον κόσμο. Αυτόν τον νόμο τον έχει θεσπίσει ο ίδιος ο Ζευς. Είναι λοιπόν υποχρεωμένος να δίνει το καλό παράδειγμα, τηρώντας ένα νόμο που χαλιναγωγεί τις ιδιοτροπίες του. Αυτή η αντίληψη είχε τόσο πολύ επιβληθεί στους Έλληνες, που κατάληξαν να συνταιριάσουν τον Δία με τη λατρεία των Μοιρών και να τον πλουτίσουν με ένα ακόμα επίθετο -το επίθετο του Μοιραγέτη.
Όταν χρειάζεται, άλλωστε, οι Μοίρες βοηθούν τον Δία. Έτσι επεμβαίνουν στον αγώνα κατά των Γιγάντων και σκοτώνουν δύο από τα τέρατα, τον Άγριο και τον Θόοντα, που πολεμούσαν οπλισμένοι με χάλκινα ρόπαλα. Με την πονηριά τους, βοηθούν τον κυρίαρχο του Ολύμπου να νικήσει τον πιο τρομερό από τους Γίγαντες, τον Τυφωέα, που τον πείθουν πως θα αποκτήσει καινούργιες δυνάμεις τρώγοντας εφήμερους καρπούς.

Ελληνική ΜυθολογίαWhere stories live. Discover now