Ο άνθρωπος πεταλούδα

146 22 12
                                    

"Η δύναμη των αγγέλων είναι πολύ μεγάλη και ενεργεί    και στον πνευματικό και στον υλικό κόσμο. Είναι υπάρξεις ισχυρές και εξέχοντες σε δύναμη."

(Β΄ Προς Θεσσαλονικείς 1:7, Ψαλμός 103:20, Βασιλειών 19:35).

    Αν υπήρχε ένας λόγος που η οικογένεια της οκτάχρονης Ελπίδας ήθελε να μετακομίσει από τη μικρή επαρχία που έμεναν, ήταν το γεγονός ότι η περιοχή τους μαστίζονταν από την καταστροφική μανία των τυφώνων. Πόσες φορές αναγκάστηκαν να φτιάξουν το σπίτι τους από την αρχή, όταν η ωμή δύναμη της φύσης, που ξερίζωνε αλύπητα τα πάντα στο διάβα της, το είχε σκορπίσει κυριολεκτικά παντού.

      Όσο όμως και να το έλεγαν, ποτέ δεν το έκαναν πράξη. Όχι γιατί έλεγαν λόγια του αέρα, αλλά γιατί όταν καθόντουσαν κάτω να το σκεφτούν σοβαρά, έβλεπαν μονάχα εμπόδια. Ήταν πράγματι πάρα πολύ δύσκολο να τα εγκαταλείψουν όλα και να πάνε σε ένα ξένο μέρος, για να κάνουν μια νέα αρχή στη ζωή τους. Όλη τους η περιουσία και ό,τι είχαν καταφέρει με μόχθο να αποκτήσουν, ήταν εκεί. Οι γονείς τους, που είχαν ανάγκη από βοήθεια λόγω ηλικίας και έμεναν στο διπλανό σπίτι, δεν άκουγαν κουβέντα για να αφήσουν τη γενέτειρά τους. Πώς θα μπορούσαν λοιπόν να τα διαγράψουν όλα και να εγκαταλείψουν τους πάντες και τα πάντα;

      Έτσι αρκέστηκαν μονάχα στο μικρό, αλλά γερό υπόγειο καταφύγιο που είχαν κτίσει εδώ και πολλά χρόνια ο παππούς και η γιαγιά του μικρού κοριτσιού, και κάθε φορά που άκουγαν στην τηλεόραση για επερχόμενη καταστροφή, κλειδαμπαρώνονταν όλοι μαζί, βαθιά κάτω στη γη και δεν έβγαιναν μέχρι να κοπάσει.

      Για τη μικρή Ελπίδα τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Έχοντας μεγαλώσει κυριολεκτικά παρέα με τους τυφώνες, δεν τους φοβόταν και πολύ. Στεναχωριόταν κάθε φορά που  έβλεπε το σπίτι τους κατεστραμμένο ή στην καλύτερη περίπτωση δίχως στέγη, αλλά από την άλλη, κάθε φορά που ο πατέρας της το έφτιαχνε από την αρχή, της μεγάλωνε όλο και πιο  πολύ το δωμάτιό της. Αυτό την ενθουσίαζε, αφού μπορούσε πιο άνετα να στολίζει όλες εκείνες τις τεράστιες, πολύχρωμες αφίσες  που είχε, με θέμα τις πεταλούδες. Ένας Θεός ξέρει πόσο πολύ τις λάτρευε και για καλή της τύχη το κτήμα τους ήταν γεμάτο από αυτές. Όταν μια μέρα, ο πατέρας της που έβλεπε πόσο της άρεσαν, της πρότεινε να πιάσει μερικές και να τις βαλσαμώσει, εκείνη έβαλε τα κλάματα και του είπε να μην τολμήσει ποτέ να κάνει κακό σε πεταλούδα. Τότε μόνο σταμάτησε να κλαίει, όταν τον έβαλε να της υποσχεθεί πως δε θα το κάνει.

Ο άνθρωπος πεταλούδαWhere stories live. Discover now