Η Ειρήνη δεν άντεχε άλλο την απουσία του μεγάλου της αδελφού καθώς και τον θρήνο της μητέρας της για τον πρωτότοκο γιο της ο οποίος φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαριού. Πιάστηκε να αφοπλίζει μεθυσμένους Γερμανούς στρατιώτες μαζί με ένα δεκατριάχρονο παλικάρι. Και οι δύο πιάστηκαν και βρίσκονταν να ανέχονται την πείνα που είχε αδυνατίσει τα κορμιά και τα πρόσωπα τους μα όχι και τις ατσάλινες υπερήφανες καρδιές τους, τα ψυχολογικά βασανιστήρια των δεσμοφυλάκων τους οι οποίοι συχνά τους έβαζαν να σπάνε πέτρες ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες, να σέρνονται σαν τις σαύρες στα χώματα και να καθαρίζουν τις στολές και τις τουαλέτες των αξιωματικών. Η ξανθομαλλούσα κοπέλα του είχε μεγάλη αδυναμία και αρρώσταινε στην σκέψη ότι θα άφηνε την τελευταία του πνοή στα χέρια δολοφόνων που ρουφούσαν σαν κουνούπια το αίμα των κατακτημένων λαών.
Η Ειρήνη ωστόσο βαρέθηκε να κλαίει από την στιγμή που μπορούσε να κάνει κάτι για να τον ελευθερώσει ακόμη και αν αυτό ισοδυναμούσε με τον θάνατο της ψυχής της. Έτσι μια ηλιόλουστη ημέρα η Ειρήνη στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη για να ελέγξει την εμφάνιση της. Είχε μαζέψει τα μαλλιά της σε έναν περιποιημένο κότσο επιλέγοντας να φορέσει μια πλισέ πράσινη φούστα και λευκό πουκάμισο με κίτρινα κουμπάκια. Είχε αφήσει άβαφο το πρόσωπο και τα χείλη της και στα πόδια της φορούσε μαύρα τακούνια. Πήρε μια βαθιά ανάσα συγκρατώντας τα δάκρυα της και αθόρυβα βγήκε από το σπίτι της αγνοώντας τα λάγνα βλέμματα των στρατιωτών μαζί με τα σφυρίγματα τους.
Έφθασε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και αμέσως κατάλαβε τον λόγο που οι περισσότεροι έτρεμαν και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του. Ήταν ένα μαύρο ορθογώνιο κτίριο με κάγκελα στα παράθυρα με ξερά δέντρα να είναι γύρω του.
Ένας δεκανέας την ρώτησε ευγενικά στα γαλλικά τον λόγο της επίσκεψης της και εκείνη του έδωσε ένα όνομα μαζί με μια εντολή.
««Πήγαινε με στον Αγήνορα.»» Η Ειρήνη ήξερε πως ο συγκεκριμένος άνδρας ήταν από τους πιο σκληρούς βασανιστές, μέλος των ελληνικών Ταγμάτων Εφόδου, πιστοί στην γερμανική σάπια ιδεολογία που εισέβαλλαν σε σπίτια συμπατριωτών τους με αγριότητα που ξεπερνούσε εκείνη των χιτλερικών θηρίων. Συνήθως ήταν πολίτες που είχαν μια καλή οικονομική επιφάνεια μέσω της μαύρης αγοράς και συνεργάζονταν με τους κατακτητές ως δοσίλογοι, διερμηνείς ακόμη και βασανιστές και φυσικά ήταν ορκισμένοι πολέμιοι των κομμουνιστών καθώς ήξεραν πως αν τα γερμανικά στρατεύματα υποχωρούσαν κάποτε οι ίδιοι θα γινόταν στόχος άλλωστε ήταν κοινό μυστικό πως καμία από τις δύο παρατάξεις δεν ήθελαν προδότες. Ο συγκεκριμένος μάλιστα είχε επισκεφτεί την Γερμανία και είχε γραφτεί με ενθουσιασμό στο κόμμα του Χίτλερ.
Ο δεκανέας την οδήγησε μέσα στο κτίριο. Μυρωδιά από μούχλα της χτύπησε την μύτη της και τα αυτιά της γέμισαν από τα ουρλιαχτά των συμπατριωτών της, άγριες γερμανικές φωνές στην βάρβαρη αυτή γλώσσα πίσω από κλειστές ξύλινες πόρτες. Ασοβάνιστοι τοίχοι μαζί με συνθήματα που δεν πρόλαβε να διαβάσει καθώς ο στρατιώτης στάθηκε δίπλα της αρπάζοντας την από τον καρπό χτυπώντας μια σιδερένια πόρτα. Μια βαριά ανδρική φωνή ακούστηκε και ο δεκανέας έσπρωξε απαλά την Ειρήνη στο εσωτερικό και έπειτα έκλεισε την πόρτα.
Η Ειρήνη περιεργάστηκε τον άνδρα απέναντι της. Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα χρόνων με καστανά μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους, μαύρα μεγάλα μάτια που επεξεργάζονταν κάθε σπιθαμή του σώματος και του προσώπου της γεμάτα με πονηριά και κακία, ψηλό σώμα με μια μεγάλη κοιλιά και προγούλι.
««Παρακαλώ κάθισε»» μίλησε δείχνοντας της με μια κίνηση του χεριού μια από τις δύο ξύλινες καρέκλες μπροστά από το γραφείο του.
««Τι ζητάτε από εμένα δεσποινίς?»» ρώτησε καθώς σηκωνόταν από την θέση του. Η Ειρήνη ένιωσε την καυτή του ανάσα στον λαιμό της και τα χέρια του να τρίβουν απαλά τους ώμους της ωστόσο το άγγιγμα αυτό κάθε άλλο παρά την χαλάρωσε, ίσα ίσα έσφιξε το κορμί της περισσότερο με τα μελί μάτια της να τον κοιτούν με θράσος και υπερηφάνεια.
««Έμαθα ότι σε εσάς οδηγήθηκε ο αδελφός μου Παύλος Μεταξάς μετά από κατηγορία αφόπλισης Γερμανών μεθυσμένων στρατιωτών. Κάνω λάθος?»» ρώτησε για να πάρει ως απάντηση ένα αρνητικό νεύμα.
««Σας ζητώ να τον ελευθερώσετε!»» πρόφερε εκείνη για να πάρει ως απάντηση ένα κοροϊδευτικό γέλιο. Ο Αγήνορας στάθηκε ακριβώς μπροστά της δίνοντας της ένα δυνατό χαστούκι που έκανε το μάγουλο της να τσούξει από τον πόνο.
««Με τι αντάλλαγμα?»»
««Δεν έχω χρήματα να σας δώσω. Αλλά μπορώ να σας πληρώσω σε είδος.»» σιχάθηκε τον εαυτό της για τα λόγια που ξεστόμισε. Ένα σατανικό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του άνδρα κάνοντας να φανούν τα κίτρινα από το ποτό δόντια του.
««Σήκω επάνω και γδύσου.»» πρόσταξε και άκουσε τον ανατριχιαστικό ήχο του κλειδιού. Πλέον ήταν μόνη της παγιδευμένη με έναν μεγαλύτερο επικίνδυνο άνδρα. Με χέρια που έτρεμαν η Ειρήνη ξεκίνησε να αφαιρεί ένα ένα τα ρούχα της αφήνοντας το νεανικό της κορμί εκτεθειμένο στην λαίμαργη ματιά του. Ένιωσε το τραχύ του χέρι να σφίγγει άγρια την ευαίσθητη περιοχή της μαζί με μια λεπίδα που κόλλησε στον λαιμό της.
««Έχουν σημειωθεί πολλές ενέργειες κατά του καθεστώτος μας από μια φίλη σου, σε έχουμε δει άπειρες φορές μαζί της. Πες μου όνομα, επώνυμο και τόπο κατοικίας αλλιώς θα φύγεις νεκρή από εδώ μέσα»» την απείλησε καθώς άφηνε υγρά φιλιά στο λαιμό της.
««Ηρώ Κωνσταντοπούλου οδός Βεΐκου Κουκάκι.»» είπε τρέμοντας με τα δάκρυα της να κυλούν στο πρόσωπο της. Είχε προδώσει μόλις την καλύτερη της φίλη και ποιος ξέρει τι θα της έκαναν.
««Ωραία, να είσαι σίγουρη ότι θα εκτιμήσουμε δεόντως την πληροφορία που μας έδωσες. Και τώρα σκύψε αν δεν θέλεις να κάνω τα ίδια και στον αδελφό σου...»»
Η Ειρήνη εκτέλεσε μηχανικά τη εντολή του σκύβοντας επάνω στο γραφείο του με το στήθος της να ακουμπά την ξύλινη επιφάνεια και τα δάχτυλα των χεριών της να είναι αρπαγμένα από τις άκρες του. Άκουσε το φερμουάρ του παντελονιού του να ξεκουμπώνει και τον ίδιο να εισχωρεί μέσα της βγάζοντας βογγητά απόλαυσης με το μπράτσο του να είναι τυλιγμένο σαν φίδι γύρω από τον λαιμό της. Το κορμί της κουνιόταν ανεξέλεγκτα μπρος πίσω και το πρόσωπο της είχε χλομιάσει με το μυαλό της να έχει μπλοκάρει κάθε σκέψη. Τα μάτια της κοιτούσαν άψυχα τον απέναντι τοίχο και δεν αντέδρασε ούτε όταν ένιωσε το απότομα γύρισμα του κορμιού της από τον Αγήνορα, τις βαθιές άγριες εισχωρήσεις του μέσα της μαζί με το κάψιμο που ένιωσε όταν τελείωσε η κτηνώδης πράξη. Ο Αγήνορας έμεινε μέσα της για λίγο και πιάνοντας την από το στήθος της είπε :
««Θα σε περιμένω σε λίγες ημέρες στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια και θα τηρήσω την υπόσχεση μου, ο αδελφός σου θα επιστρέψει σώος και αβλαβής σήμερα το βράδυ αρκεί εσύ να έρχεσαι όποτε σε καλώ. Συμφωνείς?»» ρώτησε με την Ειρήνη να κουνά καταφατικά το κεφάλι της. Ο Αγήνορας έβγαλε μια δεσμίδα χαρτονομίσματα αφήνοντας τα στο γραφείο καθώς εκείνη ντυνόταν νιώθοντας την ντροπή να της βάφει κόκκινα τα μάγουλα της.
«« Για κάθε ημέρα που θα μου χαρίζεις τις υπηρεσίες του κορμιού σου θα πληρώνεσαι. Πάρτα και φύγε από εδώ μέσα. Να περιμένεις μήνυμα μου κατάλαβες?»» ρώτησε επιβλητικά πιάνοντας την από το πηγούνι.
««Εντάξει»» είπε με τον Αγήνορα να την φιλάει στο στόμα, ένα φιλί που δεν ανταπέδωσε ούτε θα ανταπέδιδε ποτέ. Καθώς έφευγε η Ειρήνη ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα να προσγειώνεται στα οπίσθια της αλλά δεν είχε την δύναμη να αντιδράσει. Με τι ψυχή άλλωστε?
Η ψυχή της είχε μείνει ανάμεσα στους τοίχους ενός κολαστηρίου μαζί με τα σβησμένα όνειρα των συμπατριωτών της. Σκέφτηκε το γλυκό πρόσωπο του Άγγελου, τον έρωτα τους, τα χάδια του. Σκέφτηκε την καρδιακή της φίλη την Ηρώ που θα υπέφερε στα χέρια τους από την δική της προδοσία. Σκέφτηκε τον Παύλο που θα γύριζε σπίτι μαζί με την χαρά της μητέρας της. Κανένας από αυτούς δεν θα ήθελε μια πόρνη για αδελφή, για σύντροφο, για κόρη, για φίλη. Κανένας δεν θα ήθελε κοντά του μια κοπέλα που έπαιρνε λεφτά από τον κατακτητή, που πούλησε το κορμί της τόσο ξεδιάντροπα για να πετύχει κάτι. Δεν τους άξιζε για αυτό και θα απομακρυνόταν από αυτούς μια για πάντα.
Γιατί αυτή νόμιζε ήταν πλέον η ταυτότητα της.
Η πόρνη των γερμανοτσολιάδων.
...................................................................................
Ο Φρίντριχ μπήκε κουρασμένος στην μονοκατοικία κρεμώντας το σακάκι του στον καλόγερο ξεφυσώντας. Σήμερα είχε λάβει ένα γράμμα από την Βιέννη συγκεκριμένα από την μητέρα του. Του έγραφε ότι ο πατέρας του πέθανε και ότι ήταν καιρός να γυρίσει πίσω. Θα πήγαινε,το είχε αποφασίσει ήθελε να πει στον άνθρωπο που τον μεγάλωσε το τελευταίο αντίο. Ίσως ήταν και μια ευκαιρία επανασύνδεσης με την Νανά.
«« Νανά? Κορίτσι μου?»» ξεκίνησε να φωνάζει το όνομα της ανήσυχος από την σιγή που επικρατούσε στο σπίτι. Μετά τον τσακωμο τους, με το ζόρι ανταλλαζαν τυπικές κουβέντες και όποτε εκείνη προσπαθούσε να του μιλήσει εκείνος έβρισκε μια δικαιολογία αποφεύγοντας την ματώνοντας την καρδιά της.
Ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα και είδε την Νανά να είναι πεσμένη στο πάτωμα, με ένα ξυράφι δίπλα της βαμμένο στο χρώμα του αίματος ενώ το πρόσωπο της είχε χλομιάσει και τα γαλανά της μάτια ήταν κλειστά. Ο Φρίντριχ έτρεξε αμέσως δίπλα της έφερε επιδέσμους μαζί με νερό και οινόπνευμα . Ψέκασε λίγο άρωμα στα ρουθούνια της και ξεκίνησε να περιποιείται τα κοψίματα της στους καρπούς. Η πληγή της έτσουξε και η Νανά άνοιξε με κόπο τα μάτια της ανακουφίζοντας τον Φρίντριχ. Λίγες στιγμές αργότερα, η Νανά βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι σκεπασμένη με τα μυρωδάτα λευκά παπλώματα απολαμβάνοντας τα χάδια και τα φιλιά του ξανθού άνδρα.
««Μην το ξανακάνεις αυτό στον εαυτό σου»» της είπε βραχνά χαιδευοντας τα μπερδεμένα ξανθά μαλλιά της. Ο Φρίντριχ απίθωσε ένα φιλί στους δεμένους της καρπούς. Η αδύναμη φωνή της ακούστηκε :
««Εντάξει. Αλλά και εσύ μην μου ξαναφερθείς τόσο ψυχρά. Κατάλαβα το λάθος μου και δεν θα το ξανακάνω στο ορκίζομαι.»» του είπε και εκείνος άφησε ένα βαθύ γεμάτο με αγάπη φιλί στα χείλη της.
««Μου έλειψαν τα φιλιά σου.»»
««Και όμως πάντα σε φιλούσα όταν εσύ κοιμόσουν βέβαια. Σε αγαπώ.»» της είπε με την Νανά να βουρκώνει
««Και εγώ σε αγαπώ.»» του είπε και εκείνος την αγκάλιασε προσεκτικά.
««Πάω να σου ετοιμάσω να φας κάτι εντάξει?»» ρώτησε με την Νανά να γνέφει καταφατικά παρατηρώντας τον που έφευγε αφήνοντας ένα απαλό αναστεναγμό σκεπτόμενη πόσο τυχερή ήταν που είχε αυτόν τον άνδρα στην ζωή της.
ESTÁS LEYENDO
Η Ανδρεία Είναι Γένος Θηλυκού #TYS2023
Ficción históricaΕξώφυλλο από webnextdoor Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου η οποία γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου του 1927 και εκτελέστηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 σε ηλικία 17 χρονών υπήρξε αγωνίστρια της εθνικής αντίστασης. Το όνομα της έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα δίπλα στην λ...