Μόλις άρχισε να συνηθίζει την υγρή φυλακή της, τότε την επισκέφτηκε για δεύτερη φορά ο Οράτιος, ήταν πριν από τρις μέρες. Η πρώτη τους συνάντηση δεν ήταν καθόλου ευχάριστη, αλλά η δεύτερη ήταν ακόμα χειρότερη. Ο σκοπός του, ήταν να πάρει το διαμαντένιο δαχτυλίδι. Θυμόταν καθαρά εκείνη τη στιγμή, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα, εκείνη τη στιγμή της είχε κάνει εντύπωση η πλούσια ενδυμασία του.
Το σχεδόν φαλακρό κεφάλι του, το σκέπαζε ένα ολόχρυσο στέμμα στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Φορούσε ένα λευκό μεταξωτό πουκάμισο και από πάνω είχε ένα λαχανί γιλέκο με έναν χρυσοκέντητο δράκο, ενώ στη βελουτέ πράσινη ζώνη του κρέμονταν ένα μαχαίρι, η λαβή του ήταν ολόχρυση. Το παντελόνι του ήταν σκούρο πράσινο και η μπότες του χρυσαφένιες. Στα δάχτυλα των χεριών του είχε και από ένα δαχτυλίδι. Η εμφανίσει του ήταν φανταχτερή και συνάμα αλλόκοτη, ήταν εμφανές πως αγαπούσε τα πλούτη. Τα υφάσματα που είχε διαλέξει ήταν πανάκριβα και τα χρυσά στολίδια δήλωναν την πολυτέλεια, μα και υπερβολή.
Ο Οράτιος στάθηκε μπροστά της κοιτώντας τη, για λίγο σιωπηλός, έπειτα άπλωσε το χέρι της και είπε: «Δώσε μου το δαχτυλίδι».
Η Αύρα κοίταξε την ανοιχτή παλάμη που περίμενε, έπειτα το βλέμμα της εστιάσθηκε στο μαχαίρι. Αυτό που ζητούσε ήταν κριμένο μέσα στην εσωτερική τσέπη του φορέματος της. Βύθισε το χέρι της σε αυτήν και χάιδεψε τον τραχύ κορμό του δαχτυλιδιού, αλλά στο τέλος αποφάσισε να υποκύψει στη θέληση του. Στο πρόσωπο του Οράτιου σχηματίσθηκε ένα χαμόγελο ικανοποιήσεις. Είδε το χέρι της Αύρας να βγαίνει από την τσέπη και τότε πίστεψε πως θα έπαιρνε αυτό που ήθελε. Η κλειστή χούφτα της κοπέλας αργά πλησίασε την παλάμη του Οράτιου και σταμάτησαν λίγα εκατοστά πιο πάνω.
Η Αύρα σήκωσε το βλέμμα της στο πρόσωπο του, ο άντρας την κοίταξε κατάματα, τα μάτια του ήταν γαλανά σαν του Αλέξανδρου, μόνο που μέσα τους διέκρινε τον θυμό. Τότε ήταν που βρήκε την ευκαιρία, να αρπάξει το μαχαίρι από τη ζώνη του, και σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια επιχείρησε να τον μαχαιρώσει. Ο Οράτιος δεν πρόλαβε να αντιδράσει και τόσο γρήγορα ώστε να την αποτρέψει. Με όση δύναμη είχε κάρφωσε το μαχαίρι στο στομάχι του. Το αίμα άρχισε να κυλά από την πληγή. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν, τα μάτια του Οράτιου είχαν γουρλώσει από την έκπληξη.
«Στρατιώτες! Στρατιώτες! Ελάτε γρήγορα!» κραύγασε ο Οράτιος και παραπάτησε προς τα πίσω έπεσε στον τοίχο, ήταν κατάπληκτος, ποτέ δεν περίμενε πως η αδύναμη κοπέλα θα έκανε κάτι τέτοιο.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Οι Άρχοντες των Ανέμων: Ο δωδέκατος Νάρντουεν
Fantasia«Δράκοι... Τρομερές ιστορίες έχουν γραφτεί για αυτά τα μεγαλόσωμα θηρία, κόκκινα βαμμένες από αίμα ανθρώπων. Ολόκληρα βασιλεία καταστράφηκαν και κάηκαν συθέμελα μέσα σε μια νύχτα. »Δράκοι... Χρόνια έχει κανείς να δει κατάματα έναν, ο φόβος των κατο...