Το απογευματάκι ο Ραφαέλ μαζί με τον Λίνο και τον Φίλιππο άφησαν πίσω τους το κάστρο και κατηφόρισαν προς την πόλη. Οι μικροί παρέα βάδιζε μέσα στα στενά σοκάκια, ο Ραφαέλ δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει την περιοχή γύρω του. Τα δρομάκια ήταν στενά και σε κάποια σημεία μόνο άνθρωποι μπορούσαν να τα περιδιαβούν. Τα σπίτια ήταν μικρά και πέτρινα κτισμένα ασφυκτικά το ένα διπλά στο άλλο. Όλα τους είχαν μια ιδιαίτερη γοητεία, με όμορφα και γοητευτικά ανάγλυφα στόλιζαν τα σπίτια. Αυτό το τμήμα της πόλης έμοιαζε έρημο, με ελάχιστους ανθρώπους να ξεπροβάλλουν στα παράθυρα ή να περπατούν στα στενά.
Ο Λίνος και ο Φίλιππο ήταν αυτοί που γνώριζαν πολύ καλά ολόκληρη τη διαδρομή και οδηγούσα τον Ραφαέλ. Όταν μπήκαν στο τμήμα της πόλης που είχε κτιστή τα τελευταία χρόνια ο Λίνος άρχισε να του δίχτυ τα πιο ωραία χτίρια γεμάτης περηφάνια. Σιγά-σιγά το πυκνοκατοικημένο μοτίβο άλλαζε και τη θέση του έπαιρναν μεγάλη φαρδιοί δρόμοι που ήταν εύκολα προσβάσιμη για τα άλογα και τις άμαξες.
Η παρούσα των ανθρώπων ήταν πιο αισθητή. Κάποιοι διέσχιζαν την πλατεία με γρήγορο βηματισμό επιθυμώντας να φτάσουν στον προορισμό τους. Λίγο παρακάτω είδε μια τρις φίλους να κουβεντιάζουν χαλαρά, καθισμένοι στο παγκάκι της μικρής πλατείας. Ο Λινός του εξήγησε πως το άγαλμα που βρίσκονταν στο κέντρο ήταν ο προηγούμενος Λόθις Γκουάλιρ.
Στη συνάχια ο Λίνος γύρισε προς τον αδελφό του. «Μια μέρα θα έχεις και εσύ ένα άγαλμα σε μια πλατεία όπως ο Αχιλλέας».
Στο πρόσωπο του αγοριού εμφανίστηκε μια γκριμάτσα εκνευρισμού, ωστόσο δεν είπε κουβέντα. Αν μιλούσε ήξερε πολύ καλά πως ο αδελφός του θα συνέχιζε το πείραγμα.
Ο Ραφαέλ, ο Λίνος και ο Φίλιππος προσπέρασαν την πλατεία και λίγο πιο κάτω από τον κεντρικό δρόμο βρίσκονταν το στέκι τον Γκουάλιρ. Μπαίνοντας μάσα έβλεπες τα τραπεζάκια που απλώνοντας μπροστά σου, τα περισσότερα ήταν γεμάτα από μεγάλες παρέες πολεμιστών. Οι οποίες φλυαρούσαν ευχάριστα μεταξύ τους πίνοντας το ποτό τους. Ο Λίνος έκανε νόημα στον Ραφαέλ και τον Φίλιππο να πάνε να καθίσουν σε ένα από τα ελεύτερα τραπέζια στο βάθος, ενώ αυτός θα πήγαινε να παραγγέλλει τα ποτά τους. Όταν επέστρεψε στα χέρια του κρατούσε δυο ποτήρια μπίρας και μια λεμονάδα.
«Και εγώ θέλω να πιο μπίρα», διαμαρτυρήθηκε ο Φίλιππος.
«Μικρό μου αδελφάκι, θυμήσου τι έγινε την προηγούμενη φορά...» είπε και με τα δυο δάχτυλα του χτύπησε το ποτήρι του.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Οι Άρχοντες των Ανέμων: Ο δωδέκατος Νάρντουεν
Fantasia«Δράκοι... Τρομερές ιστορίες έχουν γραφτεί για αυτά τα μεγαλόσωμα θηρία, κόκκινα βαμμένες από αίμα ανθρώπων. Ολόκληρα βασιλεία καταστράφηκαν και κάηκαν συθέμελα μέσα σε μια νύχτα. »Δράκοι... Χρόνια έχει κανείς να δει κατάματα έναν, ο φόβος των κατο...