Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου μακριά ζούσε ένας χωρικός που ήταν πολύ τεμπέλης. Είχε μεγάλη περιουσία, πολλά χωράφια αλλά τα είχε αφήσει ακαλλιέργητα απ όταν ο μακαρίτης ο πατέρας του είχε πεθάνει. Μόνο χορτάρια και βάτα έβλεπες εκεί και τίποτε άλλο. Όλοι στο χωριό του έλεγαν να πάει και να δουλέψει γιατί ήταν πολύ τυχερός που ο πατέρας του ήταν άνθρωπος καλός και είχε φροντίσει πριν φύγει απ τη ζωή να τον ταχτοποιήσει, αλλά αυτός πέρα έβρεχε.
Του είχε γίνει συνήθειο να κοιμάται τα μεσημέρια έξω απ το καλύβι του, κάτω από μια συκιά που είχε βαθύ ίσκιο, αγκαλιά με ένα φλασκί γεμάτο κρασί. Εκείνο το μεσημέρι λοιπόν παρουσιάστηκε μπροστά του ένας γέρος με παράξενα ρούχα, λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος κάτω απ την συκιά.
«Γεια σου παλικάρι» είπε ο γέρος.
«Γεια σου και σένα γέροντα» απάντησε ο τεμπέλης. «Τι χαμπάρια;»
«Έχεις λίγο νερό να μου δώσεις να πιω; Το δικό μου έχει αδειάσει εδώ και ώρα και κοντά δεν βρήκα πηγή να το γεμίσω» ειπε δείχνοντας το παγούρι του.
«Κρασί έχω, αν σου κάνει πάρε.» είπε ο τεμπέλης και του έδωσε το φλασκί του.
Ο γέροντας ήπιε λίγο του το έδωσε πίσω και τον ευχαρίστησε.
«Τι τριγυρνάς μες τον ήλιο γέρο μου; Θα σε βαρέσει κατακούτελα μωρέ. Δεν βαριέσαι να κόβεις βόλτες μεσημεριάτικα;»
«Έχω δουλειές πολλές να κάνω, που δεν μπορούν να περιμένουν.» είπε ο γέροντας.
«Δουλειές; Και τι δουλειές κάμεις γέρος άνθρωπος; Δεν βλέπεις έμενα; Από δουλειά τίποτα και να σου πω την αλήθεια δεν κακοπαιρνάω. Την βγάζω στραβά κουτσά από δω και από κει.»
«Είναι κακό πράγμα η τεμπελιά παλικάρι. Κι εσύ καλά θα κάμεις να σηκωθείς από κει και να πας να φροντίσεις τα χωράφια που σου άφησε ο φουκαράς ο πατέρας σου. Αν σε έβλεπε τώρα θα μαύριζε η καρδιά του. Βάτα και χορτάρια έχουν πιάσει ενώ παλιά είχαν όλων των ειδών τα καλούδια. Με αυτά σε μεγάλωσε μωρέ, κι εσύ δεν σέβεσαι τίποτα.»
«Και που ήξερες εσύ τον πατέρα μου βρε γέρο; Μην είσαι μακρινός συγγενής και δεν σε ξέρω; Ποιος είσαι;» είπε ο τεμπέλης.
«Μήτε συγγενής σου είμαι μήτε γνωστός σου. Αλλά σε ξέρω καλά όπως ξέρω τον κόσμο όλο. Αν σου πω το όνομα μου θα δεις πως κι εσύ με ξέρεις όπως και τα παιδιά και τα εγγόνια μου βρε μασκαρά.»
YOU ARE READING
Ο τεμπέλης και το μαγικό πουγκί.
FantasyΜια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μέρος μακρινό ζούσε ένας άνθρωπος πολύ τεμπέλης! Φτωχός ήταν, μα δεν δούλευε, και ζούσε την ζωή του έτσι. Μια μέρα όμως, έπεσε στα χέρια του ένα μαγικό σακούλι. Το σακούλι αυτό έβγαζε χρυσά νομίσματα που δεν τελείωναν...