Μερικές εβδομάδες νωρίτερα.
Καθόταν στην άκρη της τραπεζαρίας μαζί με την υπόλοιπη μεραρχία. Δεν φορούσε ποια την στολή της, βρισκόταν σε έναν ξύλινο κουβά και μούλιαζε σε νερό και αλισίβα, για να καθαρίσουν τα αίματα. Τώρα βρισκόταν στο ξύλινο τραπέζι με το μπολ και τη νερουλή σούπα μπροστά της και έτρωγε σιωπηλά μετά από μία μέρα που φάνταζε ότι δεν θα τελείωνε ποτέ. Δεν ήταν η μόνη που δεν μιλούσε, όλοι οι στρατιώτες κάθονταν και έτρωγαν ο καθένας τους είτε σοκαρισμένο, είτε τραυματισμένος ψυχολογικά μετά την πρώτη τους αποστολή. Αρκετός όμως ήταν και ο αριθμός αυτών που αγνοούνταν ή είχαν πεθάνει. Με κάθε καινούργιο άτομο που έμπαινε στην αίθουσα, σήκωνε το κεφάλι της και αναζητούσε το πρόσωπό του. Φανταζόταν να μπαίνει στην αίθουσα με το ζεστό του χαμόγελο και να έρχεται να την αγκαλιάζει. Όμως, περνούσε η ώρα και λιγόστευαν όλο και πιο πολύ τα άτομα που έμπαιναν μέσα Τα χειρότερα περνούσαν από το μυαλό της, με βάζει αυτά που είχε βιώσει σήμερα και αναγούλιαζε και μόνο στην σκέψη.
Οι περισσότεροι τώρα είχαν τελειώσει το φαγητό τους και σιγά σιγά άρχισαν να δημιουργούνται ψίθυροι από πηγαδάκια τριγύρω της. Εκείνη ξεφύσησε κουρασμένη και έβγαλε το σκισμένο της πράσινο μανδύα της και έραβε ότι μπορούσε να σώσει. Είχε την αίσθηση ότι το σώμα της δεν βρισκόταν εκεί αλλά ακόμα ήταν πάνω σε κάποια από τις στέγες της περιφέρειας του Τροστ.
Η βαριά ξύλινη πόρτα άνοιξε και όλοι οι ψίθυροι σώπασαν στην όψη του διοικητή και του λοχαγού να στέκονται στο κατώφλι. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της γεμάτη ελπίδα να τον δει.
Μάρκο.
Μαζί με τους υψηλόβαθμους σκέκοταν εκατέρωθεν τους η Μικάσα με τον Άρμιν, φορώντας τα πολιτικά τους ρούχα. Ενώ ο δεύτερος προσπάθησε να αποφύγει τα βλέμματα των υπολοίπων, η Μικάσα με το κόκκινο κασκόλ της, στεκόταν καμαρωτά, χωρίς να κοιτά μεν κάποιον συγκεκριμένα, χωρίς δε να ντρέπεται. Η Τερίσσα ξεφύσησε απογοητευμένα και έκατσε καλύτερα στην θέση της. Όλοι είχαν καρφωμένοι το βλέμμα τους πάνω τους, καθώς έβλεπαν την αρχική δυάδα να προχωρούν προς το τραπέζι και να παίρνουν ένα δίσκο για να φάνε.
"'Τερίσα Χάντερκι;" φώναξε ο διοικητής στους στρατιώτες αναζητώντας την και εκείνη πάγωσε στη θέση της στο άκουσμα του ονόματός της. Σηκώθησε αφήνοντας τη κάπα στην θέση της και έκανε τον επίσημο χαιρετισμό. "Θα έρθεις μαζί μας. Όσοι έχουν τελειώσει με το γεύμα τους να πάτε στα δωμάτιά σας" συμπλήρωσε. Έδωσε τον μανδύα στην Σάσα και άρχισε να προχωρά προς την πόρτα. Τα βλέμματα σιγά σιγά γυρνούσαν προς την πλευρά της και την κάρφωναν. Εκείνη, ωστόσο συνέχισε να προχωράει ακάθεκτη.
YOU ARE READING
Attack on Titan (AU)
FanfictionΤο κορίτσι στεκόταν στο έδαφος μουδιασμένη, μη μπορώντας να κουνηθεί, όχι μόνο από τον πόνο, αλλά είχε την υπόνοια ότι ο τιτάνας είχε σπάσει τα πόδια της την ώρα που την έριχνε στο έδαφος. Δεν ήξερε πως είχε καταφέρει και είχε επιζήσει από την πρόσκ...