35. Κούνια μπέλα

114 13 6
                                    


35. Κούνια Μπέλα

Τα πόδια της αιωρούνταν πάνω από τα χαλίκια και άλλοτε βυθίζονταν χαλαρά ανάμεσά τους, έτσι όπως χάζευε τα κτίρια στον ορίζοντα και τον σκοτεινό ουρανό που τα σκέπαζε. Το σώμα ανάλαφρο λικνιζόταν στον ρυθμό που υπαγόρευε η κούνια.
Για πρώτη φορά μετά από μήνες βρισκόταν μόνη στο σκοτάδι και την αβεβαιότητα, όμως δεν ένιωθε να την κυριεύει φόβος. Ούτε ανησυχούσε μήπως την δει κανένα μάτι, έτσι όπως ήταν χωμένη η συνοικιακή παιδική χαρά ανάμεσα στα δέντρα και τα ξερόχορτα. Δεν έβλεπε καν στον κεντρικό, αφού συνόρευε με την πίσω όψη μιας θεόρατης πολυκατοικίας. Ποιος ξέρει πότε θα ήταν η τελευταία φορά που έπαιξαν παιδιά εκεί; Όλα τα παιχνίδια ήταν σκουριασμένα και ξεχαρβαλωμένα, με τα σημάδια του χρόνου και της αδιαφορίας εμφανή επάνω τους. Μάλιστα εκεί στο μισοσκόταδο έμοιαζαν με κουφάρια άγριων ζώων παρατημένα στην παγωνιά των αιώνων.


Κι όμως, μέσα σε αυτό το τοπίο της φθοράς, έδειχνε αποφασισμένη. Δεν τη χωρούσε άλλο ούτε εκείνο το σπίτι. Δεν μπορούσε να μείνει λεπτό, οι τοίχοι την έπνιγαν, όλα έμοιαζαν πρόθυμα να την καταβροχθίσουν. Η στάση της Λυδίας την ταρακούνησε.

Τελικά ίσως να ήταν η αφορμή για να αναζητήσει τη μάνα της. Η Λυδία της είχε δώσει το τάμπλετ για να το χρησιμοποιεί. Μανιωδώς αναζητούσε πληροφορίες τα βράδια. Η μητέρα της είχε μεταφερθεί με ασφάλεια στην Ελβετία και τη ζητούσε. Είχε δώσει δύο τρεις συνεντεύξεις σε διεθνή δίκτυα. Εκλιπαρούσε όποιον γνώριζε κάτι για τη χαμένη κόρη να μιλήσει, υπονοώντας πως θα ωφελούνταν από κάποια αμοιβή. Σκιρτούσε η καρδιά της όταν έβλεπε στα βίντεο τη μάνα της δακρυσμένη και ανήσυχη, σαν λέαινα που θρηνούσε για τα μικρά της. Ίσως είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να ενωθεί μαζί της. Τώρα πια που ήξερε ότι η μάνα της ήταν ζωντανή και την από αποζητούσε, μπορούσε να την ειδοποιήσει, να τρέξει στην αγκαλιά της, να παραδώσει τους κωδικούς για τα έγγραφα του Φαγιάντ στα κατάλληλα άτομα και να γλιτώσει οριστικά από τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία τριών χρόνων. Κανείς δεν θα την κυνηγούσε πια, θα ενωνόταν με την οικογένεια της και αυτοστιγμεί οι διώκτες της θα είχαν χάσει το παιχνίδι. Θα μπορούσε απλώς να ενεργοποιήσει τους λογαριασμούς της στα κοινωνικά δίκτυα. Από εκεί πιθανόν να την εντόπιζαν.


Παρόλα αυτά, εκείνη παρέμενε άπραγη στη μέση της νύχτας και έκανε κούνια! Όλος ο πλανήτης θα τη θεωρούσε σίγουρα τρελή. Από τη μία η συνείδησή της έτρεχε στη μάνα της, από την άλλη αυτή η δύναμη του σκότους την τραβούσε και την παρέσυρε, την ωθούσε να παραμείνει εκεί και να δώσει τη μάχη της καρδιάς και του κορμιού. Άξιζε άραγε εκείνη η αναμέτρηση;

Μικρή ΒαλίτσαOù les histoires vivent. Découvrez maintenant