36. Έξη του σκότους

196 12 2
                                    


36. Έξη του σκότους

Της είχε φορέσει το κράνος προληπτικά, ώστε να μην έχουν κάποια συνάντηση με τους γείτονες. Μόλις ο Ορέστης άναψε επιτέλους τα φώτα, κατάφερε και η ίδια να βγάλει το κράνος, αλλά και τα παπούτσια - συνήθεια ανατολίτικη που είχε διατηρήσει. Μπροστά της αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος, ανοιχτός χώρος με λίγα έπιπλα. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με μαύρα ματ πλακάκια που έφταναν μέχρι τον διάδρομο στο βάθος του οποίου διέκρινε τέσσερεις κλειστές πόρτες. Επικεντρώθηκε όμως σε όσα βρισκόταν κοντά της.

Στα δεξιά της ήταν η κουζίνα. Χωρίζονταν με ένα χαμηλό μεσότοιχο από τον χώρο του σαλονιού. Ήταν κατασκευασμένη από σκούρο ξύλο και μεταλλικές λεπτομέρειες. Μπορούσε να αναγνωρίσει λιγοστές εντοιχισμένες συσκευές που γυάλιζαν και αντανακλούσαν το σκοτάδι. Φαινόταν αχρησιμοποίητη, σαν ένα έρημο παρθένο νησί.

Το μεγαλύτερο χώρο στα αριστερά καταλάμβανε το σαλόνι. Και αυτό ήταν εξίσου λιτά διακοσμημένο. Ένας γωνιακός καναπές γκρι χρώματος που έφτανε από τον έναν τοίχο στον άλλον και μια μεγάλη τηλεόραση. Στη δεξιά πλευρά υπήρχε μια τραπεζαρία μοντέρνας κατασκευής, φτιαγμένη από σκούρο ξύλο. Οι καρέκλες είχαν στρογγυλή πλάτη και γκρίζα επιφάνεια.

«Τελευταία πόρτα αριστερά, το μπάνιο. Απέναντι είναι η κρεβατοκάμαρα. Τα άλλα δύο δωμάτια δεν τα χρησιμοποιώ. Έχω μόνο τον υπολογιστή μου και κάτι πράγματα που δεν χρειάζομαι».

Η Νιλ υπέθεσε ότι το σπίτι είχε τη διαρρύθμιση του σπιτιού των γονέων του. Τρεις κρεβατοκάμαρες και ένα μπάνιο. Απλά εδώ είχαν δημιουργήσει έναν μεγάλο ενιαίο χώρο. Της άρεσαν τα σπίτια, αν και είχε προλάβει να μάθει λίγα από αυτά...

Η διάταξη των επίπλων ανέδυε απλότητα, αλλά και μια πρωτόγνωρη ψυχρότητα. Δεν υπήρχαν χαλιά, ούτε κουρτίνες, ενώ έλειπε και οποιοδήποτε διακοσμητικό που θα γέμιζε τον χώρο και θα έδινε ένα σημάδι προσωπικών επιλογών. Συνήθως τα σπίτια ποτίζουν κάποια μυρωδιά που τη νιώθεις να σε χτυπά κατευθείαν. Φαγητό, καθαριστικό, ναφθαλίνη, υγρασία. Εδώ τίποτα. Μοναξιά.

«Για έναν ύπνο έρχομαι», εξήγησε λες και διάβασε τη σκέψη της. «Ούτε ανεβαίνει κανείς εδώ. Η μάνα έρχεται καμία φορά να καθαρίσει, όταν λείπω».

«Οι φίλοι σου;»

«Μονό τον Άλκη είχα φίλο».

Τον έβλεπε να προχωρά με άνεση μέσα στο σπίτι, να κατεβάζει τα ρολά, να ανάβει τα φώτα κι εκείνη στεκόταν σαν άγαλμα ακόμη στην ίδια θέση μπροστά στην πόρτα.

Μικρή ΒαλίτσαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora