10. Ανούσιες υπάρξεις σε έναν χωρισμό γεμάτο ουσία και άλλες μπούρδες.

79 17 16
                                    

10. Ανούσιες υπάρξεις σε έναν χωρισμό γεμάτο ουσία και άλλες μπούρδες.

Λάτρευε την μικρή του αδελφή.

Αν μπορούσε κάπως να περιγράψει την αγάπη που της είχε μέσα από μερικές λέξεις, δεν θα το έκανε. Δεν μπορούσε, του ήταν αδιανόητο να χωρέσει τόση ζωή σε μια φράση. Απλώς την λάτρευε. Κάποιες φορές Έρη, η αγάπη είναι απλή και για αυτό οι λέξεις που την εκπροσωπεύουν, μικρές. Το να την περιγράψεις είναι δύσκολο, περίπλοκο και κάποιες φορές ακατανόητο καθώς έτσι τη νιώθεις. Οπότε δεν τον ρώτησε ποτέ κανείς.

Ήθελε να κάνει τα αγαπημένα της πράγματα εκείνες τις δύσκολες μέρες. Στο τρένο ο Σόριν την άφησε να βγάλει το ξύλινο αλογάκι της και να παίξει, κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα τον εκνεύριζε και δεν θα επέτρεπε. Το μικρό κορίτσι όμως ήταν μόνο δέκα και ετοιμαζόταν να χάσει τον κόσμο που τη μεγάλωσε. Της άξιζε λίγος χρόνος να μείνει παιδί.

Ο Σόριν και εκείνη έπαιζαν ένα παιχνίδι που ονόμαζαν με φανταστικά ονόματα τις κορυφές των βουνών που περνούσαν με το τρένο. Φανταστικά, γιατί η μικρή δεν μπορούσε να κάτσει να απομνημονεύσει τις βουνοπλαγιές και όταν ο Σόριν της έλεγε το πραγματικό όνομα εκείνη γελούσε. Γελούσε μέσα από τη καρδιά της στο πιο όμορφο αστείο που άκουσε ποτέ: να' τη, αυτή είναι η ζωή.

Μέσα στον παγερό χειμώνα, ο καπνός του τρένου έκρυβε τα ψυχρά δάση της Ρουμανίας. Η μικρή στεκόταν όρθια στο παράθυρο και ο Σόριν την άκουγε να πονολογεί. Εκείνη την κορυφή την λένε Αντόν και την άλλη Χονολουλού. Δεν την διόρθωνε όμως, ίσως η μόνη φορά που έλεγε στον εαυτό του να την αφήσει να το σκάσει έτσι. Συμφωνούσε σε κάθε της γελοιότητα, σε κάθε ανωριμότητα της ηλικίας της και έπαιζε μαζί της. Ήταν οι ώρες που μια μέρα η μικρή θα αναπολούσε και θα έβρισκε θάρρος να είναι χαρούμενη στη μικρή κόλαση που την πήγαινε. Ήταν αυτές οι ώρες που ο Σόριν θα ξεχνούσε για πάντα.

Τα χέρια της μέσα στα σκούρα γάντια της ήταν παγωμένα. Ο Σόριν κούμπωσε καλά το παλτό της και μαζί περπάτησαν πάνω στο χιόνι. Ο κήπος είχε χάσει κάθε χρώμα του και μόνο εκτυφλωτικό λευκό και μαύρο επικρατούσαν. Η μικρή τον ακολουθούσε ανάμεσα από τον κόσμο με τα μικρά της βήματα, περίεργη να κοιτάει τον κόσμο που θα την έκρινε για όλη της τη ζωή μέσα από τα αθώα μπλε μάτια της. Είχε αγκαλιάσει το αλογάκι της σφιχτά και δεν έκανε ερωτήσεις -όπως πάντα- δεν μιλούσε -όπως πάντα- δεν ενοχλούσε -όπως πάντα.

Η συνταγή της δυστυχίας | ✓Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ