«Εντάξει, εντάξει μαμά, θα σε πάρω όταν φθάσω. Όχι, μην ανησυχείς, θα είμαι ασφαλής. Όχι ρε μαμά, ποιος να μου κάνει κακό μέσα στο αεροπλάνο; Καλά, είπαμε πορτοφόλι και κινητό στην τσάντα, εντάξει, εντάξει...Φιλάκια» Απενεργοποίησα το κινητό μου και προχώρησα προς την θέση όπου έλεγε πάνω το εισιτήριο μου.
Το αεροπλάνο δεν ήταν όσο γεμάτο όσο εγώ το φανταζόμουν για αυτό το ταξίδι, από Αμερική-Αγγλία και αντίστροφα συνήθως είναι πολλοί αυτοί που ταξιδεύουν. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να φθάσω στο σπίτι, και να πιάσω κατευθείαν δουλειά μέσω του λάπτοπ μου. Τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν και η πίεση μεγαλώνει, το τελευταίο που θέλω είναι να χάσω την δουλειά μου.
Κάθισα αναπαυτικά στην θέση μου και τοποθετώντας την τσάντα μου και την τσάντα του λάπτοπ μου στην διπλανή θέση, έγειρα προς τα πίσω χαλαρώνοντας. Από τον αναστεναγμό που βγήκε από το στόμα μου, μπορούσε κάποιος να καταλάβει πόσο εξαντλημένη ήμουν. Ήμουν τόσο κουρασμένη που...
«Παίρνεις τα πράγματά σου από την θέση μου; Δεν είσαι μόνη στο αεροπλάνο, ξέρεις»
Άνοιξα απότομα τα μάτια μου και ανασηκώθηκα, πιάνοντας το κεφάλι μου από την ζαλάδα. Το αγόρι μπροστά μου με κοιτούσε ανυπόμονα, φυσώντας και ξεφυσώντας καθώς περίμενε. Ξαφνιασμένη έριξα μια ματιά στην θέση όπου είχα βάλει τα πράγματά μου και μετά εκείνον. Φαινόταν νευριασμένος και εξαντλημένος, και μου έβγαζε κάτι πολύ παράξενο όλο αυτό. Για κάποιον λόγο με είχε τρομερά αγχώσει.
«Ωχ, συγγνώμη...εε, νόμιζα πως...βασικά, πως καθόμουν μόνη και...εεμ, οκέι, π-πέριμενε, χμμ, μισό λεπτάκι μόνο...και πάλι συγγνώμη...»
Νόμιζα πως άμα δεν έκλεινα σύντομα το στόμα μου, θα με είχε χαστουκίσει από τα νεύρα του.
«Πφφ, τόση ώρα θα τα είχες πάρει από 'κει...» ξεφύσησε και πάλι όσο έριχνε μια ματιά και στα υπόλοιπα άτομα μέσα στο αεροπλάνο.
Μάζεψα ατσούμπαλα τα πράγματά μου, καθώς τα έχωσα κάτω από την θέση μου και κατάπια νευρικά όσο εκείνος κάθισε δίπλα μου αφήνοντας το βαρύ άρωμα του να τρυπώσει μέσα στα ρουθούνια μου. Μου έριξε μια ματιά ανέκφραστος και έπειτα έβγαλε από την τσέπη του το κινητό του και έλεγξε τα μηνύματά του.
Αγενής και μαλάκας, ήταν η πρώτη μου σκέψη...
Μετά από περίπου 2 ώρες όπου όλοι κοιμόντουσαν και εγώ είχα αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό μου βιβλίο, ένιωσα από δίπλα μου να κινείται το αγενής-μαλάκας αγόρι, και γύρισα διακριτικά το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Είχε ξαναβγάλει το κινητό από την τσέπη του για εκατοστή φορά και ξανά έλεγξε τα μηνύματά του. Κανονικά θα έπρεπε να το είχε απενεργοποιήσει, μα από 'τι φαινόταν δεν είχε τέτοιο σκοπό. Σίγουρα ήταν κάτι επείγων...
Εκεί που νόμιζα πως θα το έκλεινε, άρχιζε να παίζει ένα παιχνίδι καθώς βολεύτηκε καλύτερα στην θέση του. Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο αναίσθητος, θα του έκαναν σίγουρα παρατήρηση άμα δεν προλάβαινα να του έλεγα κάτι.
«Εεμ...ξέρεις, απαγορεύεται να το έχεις ενεργοποιημένο...Οπότε καλύτερα να το κλείσεις» είπα όσο πιο ήρεμα και σιγά μπορούσα χαρίζοντας του ένα γλυκό χαμόγελο.
Γύρισε και με κοίταξε ειρωνικά και παράτησε το κινητό του στα γόνατά του. Πλησίασε το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου και χαμογέλασε στραβά. Είχε πανέμορφα πράσινα μάτια.
«Κοίτα την δουλειά σου» ψιθύρισε με την ανάσα του να χτυπά το μάγουλό μου και απομακρύνθηκε απότομα.
Ένιωσα μια ανατριχίλα να διαπερνά ολόκληρο το σώμα μου, παρόλο την καθόλου-ευγενική απάντησή του. Ίσως έφταιγε που τώρα παρατήρησα το πόσο όμορφος είναι, ίσως απλά να με εκνεύρισε η συμπεριφορά του και απλά ήμουν πολύ κουρασμένη για να απαντήσω.
Έκλεισα αργά τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.