Κεφάλαιο 18

7 2 0
                                    

Έτρεμε από τα νεύρα του, στο πρόσωπο του είχε αποτυπωμένη μια έκφραση απόλυτης οργής και μια υποψία οδύνης. Το χέρι του ήταν μέσα στα αίματα αλλά δεν φαινόταν να τον ένοιαζε. Έσφιγγε τόσο πολύ τις γροθιές του που το αίμα είχε κάνει μια μικρή λίμνη στο πάτωμα του δωματίου, το οποίο ήταν γεμάτο γυαλιά από τον σπασμένο καθρέφτη. Ανάμεσα στα γυαλιά υπήρχε μια φωτογραφία γυρισμένη ανάποδα, μια φωτογραφία που κατέστρεψε τα πάντα. Ένα κείμενο ήταν γραμμένο με περίεργα και οικεία γράμματα. Μερικές απειλητικές φράσεις γραμμένες με κόκκινη, σαν αίμα, μελάνη.
Η Άρτεμις έσκυψε βιαστικά και την μάζεψε και την έβαλε και πάλι μέσα στο συρτάρι πριν ο Φίλιππος καταφέρει και δει τι έγραφε. Έπειτα πήγε κοντά του και τον άγγιξε με συμπόνια στον ώμο. "Φίλιππε, Φίλιππε σύνελθε" είπε σκουντώντας τον στον ώμο. "Μίλησε μου"
Εκείνος δεν φάνηκε να καταλαβαίνει τι του έλεγε, ήταν ακόμα σε στάση μάχης με όλο του το σώμα σφιγμένο. "Άφησε με ήσυχο" είπε μέσα από τα δόντια του και σχεδόν εκσφενδονίστηκε έξω από το δωμάτιο. Έκλεισε με δύναμη πίσω του την πόρτα, κάνοντας μερικά γυαλιά που είχαν μείνει στο πλαίσιο του καθρέφτη να πέσουν στο πάτωμα και να γίνουν μέρος της αναρχίας που επικρατούσε στο πάτωμα. Βαριά, γρήγορα βήματα ακούστηκαν στη σκάλα και μετά σιωπή.
Έμεινε για λίγο ασάλευτη να κρατάει την ανάσα της, φανερά σοκαρισμένη από όσα είδε και από την προφανώς δικαιολογημένη συμπεριφορά του Φιλίππου.
Η φωτογραφία θα έμενε χαραγμένη για πάντα στο μυαλό της. Η Θάλεια αγκαλιά με τον Αλέξανδρο σε αυτό το ίδιο δωμάτιο να ερωτοτροπούν. Της φαινόταν ακόμα απίστευτο. Πως μπόρεσε η Θάλεια και πρόδωσε με αυτό τον τρόπο τον Φίλιππο στο ίδιο τους το κρεββάτι και πως είναι δυνατόν να επέλεξε τον Αλέξανδρο. Ήταν και οι δύο διπρόσωποι και ψεύτες και απορούσε γιατί την προσέγγισαν πάλι, για να γελάσουν μαζί της, για να την πληγώσουν για άλλη μια φορά.
Ο τρελός είχε δίκιο για άλλη μια φορά ρε γαμώτο, είπε μέσα της και το αίμα της ανέβηκε στο κεφάλι. Άξιζε ότι έπαθε και ο Αλέξανδρος αξίζει τα ίδια, είπε μέσα της και αμέσως το μετάνιωσε. Ήταν κακή σκέψη αυτή που κατέκλυσε το μυαλό της, ότι κι αν έκαναν δεν άξιζαν κάτι τέτοιο.
Έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο και πήγε να βρει μια σκούπα για να καθαρίσει το χάος. Όταν μάζεψε όλα τα γυαλιά, προσπάθησε να καθαρίσει τον λεκέ από το αίμα του Φίλιππου στο πάτωμα, μα μάταια, το ξύλο είχε ήδη ποτίσει. Θα έμενε για πάντα εκεί, όπως και εκείνος στη βάση της σκάλας, ζοφερά ενθύμια μιας εφιαλτικής βδομάδας.
Όταν τελείωσε το καθάρισμα αποφάσισε να κατέβει κάτω να βρει τον Φίλιππο και να μιλήσουν. Έπρεπε να του πει την αλήθεια για όλα. Ήταν ο μόνος σύμμαχος που είχε αυτή τη στιγμή και ο μόνος που μπορούσε να την καταλάβει. Κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα και έφτασε στην κουζίνα. Πουθενά ίχνη του Φιλίππου, πήγε στη βεράντα και κοίταξε και στον γραφείο του. "ΦΙΛΙΠΠΕ" φώναξε αλλά εν πήρε απάντηση. Τότε βγήκε έξω και είδε πως το αυτοκίνητο του έλειπε. Είχε φύγει και την είχε αφήσει μόνη της και αποκομμένη από όλους και απ'όλα.
Ένιωσε κάτι να αποκτά ζωή μέσα της, ήταν ο τρόμος που την χτύπησε μαζί με την συνειδητοποίηση ότι ήταν μόνη και παγιδευμένη εκεί πέρα, στη μέση του πουθενά. Δεν είχε κανέναν να πάρει τηλέφωνο, δεν είχε φίλους, δεν είχε οικογένεια. Ήταν απλά μόνη της.
Ο πανικός και η απελπισία την παρέλυσαν. Μπήκε βιαστικά μέσα στο σπίτι και κλείδωσε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα. Έτρεξε στην κουζίνα και πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι και ανέβηκε βιαστικά στο δωμάτιο της, κοιτώντας πίσω της και αφουγκραζόμενη όλους τους ήχους του σπιτιού.
Μπήκε στο δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα και πήγε κοντά στο παράθυρο να παρακολουθεί το τοπίο του έξω κόσμου. Από την πλευρά που ήταν το δωμάτιο της έβλεπε ένα πολύ μικρό μέρος του δρόμου και κυρίως τη θάλασσα στο βραχώδη λόφο που φιλοξενούσε το σπίτι.
Ήταν ήσυχα, το μόνο που ακούγονταν ήταν ο παφλασμός των κυμάτων και ο αέρας που κουνούσε τα κλαδιά των ελαχίστων δέντρων που υπήρχαν στην αυλή. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και πλησίαζε το ηλιοβασίλεμα, βάφοντας τον ουρανό με τις πιο όμορφες αποχρώσεις του μπλε και του πορτοκαλί.
Κάθε φορά που ακούγονταν ένα λίγο πιο δυνατό κύμα ή που ο αέρας κουνούσε το παντζούρι του παραθύρου η Άρτεμις πεταγόταν, νομίζοντας ότι κάποιος άνοιξε την πόρτα.
Ένας ήχος τηλεφώνου ακούστηκε από κάποιο μακρινό δωμάτιο και την έκανε να αναπηδήσει και να αρχίσει να τρέμει. Τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν το δικό της και θυμήθηκε ότι το είχε αφήσει στο δωμάτιο της Θάλειας.
"ΓΑΜΩΤΟ" φώναξε "ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΞΕΧΑΣΑ ΤΟ ΜΟΝΟ ΧΡΗΣΙΜΟ ΠΡΑΓΜΑ"
"Πφφφ πρέπει να βγω έξω, είμαι παρανοϊκή δεν είναι κανένας εδώ" κορόιδευε τον εαυτό της, μπας και σταματήσει το τρέμουλο και βρει κουράγιο.
Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει για λίγο ακόμα και μετά σταμάτησε απότομα. Μαζί του σταμάτησε και η καρδιά της να χτυπά σαν τρελή. Μετά από λίγο άρχισε πάλι να χτυπά. Το πήρε λοιπόν απόφαση και έχοντας το μαχαίρι στο χέρι της, βγήκε αργά από το δωμάτιο της και πήγε προς αυτό της Θάλειας. Μπήκε μέσα και πήγε προς το κομοδίνο, όπου είχε αφήσει το τηλέφωνο. Το πήρε και άρχισε να τρέχει προς το δωμάτιο της. Μπήκε μέσα και κλείδωσε, τότε πήρε μια ανάσα, όλη αυτή την ώρα δεν ανέπνεε από τον πανικό.
Έκατσε στο κρεβάτι της και κοίταξε το κινητό της. Είχε δύο κλήσεις με απόκρυψη και μια κλήση από τον Αλέξανδρο. Έμεινε να κοιτάζει τον αριθμό του λες και αν τον κοιτούσε για ώρα θα χανόταν μια για πάντα. Τότε ένιωσε την δόνηση στο χέρι της και είδε ότι της είχε έρθει ένα μήνυμα από το νούμερο του Αλέξανδρου. Ήταν ένα μήνυμα πολυμέσων με μια φωτογραφία, πάτησε πάνω να ανοίξει και περίμενε μέχρι το αργό ίντερνετ του σπιτιού να φορτώσει το αρχείο. Όταν τελικά το άνοιξε έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Ο Αλέξανδρος ξαπλωμένος σε ένα τραπέζι δεμένος και φιμωμένος, κοιτούσε την κάμερα ικετευτικά. Φαινόταν ταλαιπωρημένος, είχε μώλωπες παντού και στην άκρη του στόματος του είχε αίμα.
Κάτω από τη φωτογραφία έγραφε με κεφαλαία γράμματα "ΤΟΥ ΑΞΙΖΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΕΙΣ; ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΗ ΦΊΛΗ ΣΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ".
Τότε άρχισε να χτυπάει πάλι το κινητό με απόκρυψη και κόντεψε να της πέσει από τα χέρια. Έπρεπε να το σηκώσει δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς πλέον.
"Πριγκίπισσα ο φιλαράκος σου είναι σε καλά χέρια, ζει ακόμα και θα συνεχίσει να ζει μόνο και μόνο για χάρη σου. Αν λοιπόν κρατήσεις το στοματάκι σου κλειστό για άλλη μια φορά σαν καλό κορίτσι θα έχεις μερικά πλεονεκτήματα σε αυτή τη σχέση." είπε με σαρδόνια φωνή και άφησε ένα ακόμη ανατριχιαστικό γέλιο να κλείσει τη φράση του. Στο βάθος ακουγόταν ήχος σαν κάποιος να παλεύει να μιλήσει και να χτυπιέται. Ήταν σίγουρα ο Αλέξανδρος.
"Μην του κάνεις κακό σε παρακαλώ, θα κάνω ό,τι μου πεις. Δεν θα μιλήσω σε κανέναν. Άφησε τον ελεύθερο και υπόσχομαι να είμαι συνεργάσιμη" του είπε με τον φόβο να είναι έκδηλος στη φωνή της.
"Όχι όχι, δεν πάει έτσι. Οι προδότες δεν την γλιτώνουν έτσι απλά. Δεν θα φύγει από εδώ μέχρι να τελειώσουν όλα, θα μου κάνει παρέα". Είναι θεότρελος, σκέφτηκε, τι θα κάνω;
"Θα σε αφήσω για την ώρα πριγκίπισσα να ασχοληθώ με μερικά πραγματάκια ζωτικής σημασίας για το μέλλον μας και εσύ θα κάτσεις εκεί ήσυχα ήσυχα και δεν θα μιλήσεις σε κανέναν. ΣΥΝΕΝΝΟΗΘΗΚΑΜΕ;" της κόπηκε το αίμα από την ανατριχιαστική ψεύτικη φωνή του.
"Ναι" ψέλλισε μέσα απ' τα δόντια της και κόπηκε η γραμμή.
"Ο Θεέ μου, τι θα κάνω; Είναι τρελός και έχει τον Αλέξανδρο. Θα τον σκοτώσει, ό,τι και να γίνει." ήταν πλέον απελπισμένη, ήξερε τι ήταν ικανός να κάνει και φοβόταν ότι θα λάβει κάποιο δέμα με κομμάτια του Αλέξανδρου λίαν συντόμως.
"Μακάρι να ήταν εδώ ο Φίλιππος", προσευχήθηκε νοερά να γυρίσει σύντομα. 

Αποφάσισε να ξαπλώσει λίγο, είχε ήδη νυχτώσει και η ψυχολογική της κατάρρευση είχε γίνει και σωματική. Ο ύπνος ήρθε γρήγορα και ήταν λύτρωση στην αρχή, μέχρι που έπαψε να είναι και άρχισε να περιπλανιέται πάλι σε σκοτεινά μονοπάτια.

Η σκιά ενός μεγαλόσωμου άντρα πλησίασε το κρεβάτι όπου κοιμόταν με αργό και απειλητικό βήμα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι και στο αριστερό ένα πανί. Πλησίασε αργά και στάθηκε από πάνω της, την επεξεργάστηκε για λίγα λεπτά στο μισοσκόταδο μόνο το φως του φεγγαριού φώτιζε το δωμάτιο.
Πλησίασε το προσώπου του κοντά στο δικό της και της έδωσε ένα φιλί στα χείλη, εκείνη ήταν ακίνητη με ανοιχτά ματιά σαν να ήταν σε κατάσταση νεκρικής ακαμψίας. Δεν μπορούσε να σαλέψει και ούτε να φωνάξει.
Ακούστηκε τότε μια βαθιά φωνή, δαιμονική και απόκοσμη, φάνηκε να βγαίνει από τα χείλη του άντρα μα δεν ήταν σίγουρη ότι ίσχυε αυτό. Την άκουγε από παντού γύρω της σαν να πηγαζε από μεσα της.
"Έχουμε φτάσει πλέον στην τελική ευθεία, θα μάθεις σε λίγο τον ανώτερο σκοπό που γίνονται όλα αυτά, καθώς και τον καθοριστικό ρόλο που παίζεις εσύ. Το πεπρωμένο σου είναι προδιαγεγραμμενο από τοτε που γεννήθηκες και τα χαρίσματα σου μόλις ξεκίνησαν να εμφανίζονται και πρέπει να μάθεις να τα χειρίζεσαι. Είσαι ένα ανώτερο ον και μαζί μου θα ξεκλειδώσεις όλες τις ικανότητες σου. Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον και όταν μάθεις όλη την ιστορία, θα το δεις και εσύ η ίδια."
Η Άρτεμις όσο τον άκουγε πάλευε να μιλήσει να τον ρωτήσει πράγματα, να καταλάβει. Αλλά μάταια, δεν μπόρεσε να κινηθεί ούτε να αντιδράσει.
Ο δαίμονας σαν να είδε στα μάτια της την υπερπροσπάθεια, πλησίασε για άλλη μια φορά και της ψιθύρισε στο αυτί με μια πιο γήινη, τρομαχτική όμως, φωνή.
"Μην βιάζεσαι όλα θα γίνουν στην ώρα τους και δεν έμεινε πολύ. Πλησιάζει η πανσέληνος και μέχρι τότε θα είμαι έτοιμος να σε υποδεχτώ και να ξεκινήσουμε την μύηση. Έως τότε θα σου αφήσω ένα μικρό δώρο καλής θέλησης. Θα το βρεις στο συρτάρι σου μόλις συνέλθεις. Σε αφήνω πριγκίπισσα. Όνειρα γλυκά."
Πλησίασε το πανί στο πρόσωπο της και εκείνη ένιωσε να βυθίζεται στο κενό. Λίγο πριν χάσει τον κόσμο τον είδε να εξαφανίζεται μέσα στο σκοτάδι, σχεδόν να εξαϋλώνεται σαν αερικό και μετά κενό.

Πορφυρά ΌνειραWhere stories live. Discover now