Η αλμύρα πότιζε τα ρούχα και το πρόσωπό μου. Σήκωσα τα μανίκια μου και συνέχισα να μαζεύω το σχοινί με γοργές κινήσεις. Ο ήλιος είχε κάψει τα εκτεθειμένα μου μπράτσα και η ανάσα μου μύριζε ρούμι και ρακί. "Τζέιμς, αργείς. Σε λίγο πιάνουμε στεριά στο Πόρτο Άνιουζ. Η Βικτώρα δεν θα μας επιτρέψει να μείνουμε για πολύ στις ακτές της, γι' αυτό μην απομακρυνθείς από το λιμάνι.", η τραχιά φωνή του Καπετάνιου και οι προειδοποιήσεις του καλύφθηκαν σύντομα από τον χτύπο των κυμάτων στο σκαρί.
Δεν είχε πέσει ο ήλιος ακόμη όταν πιάσαμε λιμάνι. Ξεφύσησα γεμάτος ανακούφιση και κατέβηκα από το πλοίο αναπνέοντας την νυχτερινή ζωή του Πόρτο Άνιουζ. Μου άρεσε εδώ. Οι στρουμπουλές γυναίκες που περίμεναν στα μπαλκόνια των πορνείων κάθε στενού με τα στήθη τους χωρίς ντροπή εκτεθειμένα και τα μαλλιά τους βαμμένα ή ξεβαμμένα, προσεγμένα ή ανακατωμένα. Οι άντρες που πηγαινοέρχονταν με ένα μπουκάλι ρούμι στο χέρι, καυγάδιζαν σε μια γωνία ή στο κέντρο ενός δρόμου, που μιλούσαν σοβαρά ή χλεύαζαν κι αστειευόντανε. Κυρίως μου άρεσε η μουσική των μαγαζιών. Εύθυμη, σε καλούσε να αγκαλιάσεις τους μεθυσμένους ναυτικούς και να χορέψεις μαζί τους. Εκείνο το βράδυ, και κάθε βράδυ σαν αυτό, ανήκε σε αυτούς. Τους ναυτικούς που πίνανε για να ξεχάσουνε τον πόνο τους.
Το υπέροχο με μας, τους πειρατές, ήταν το φεγγάρι κάτω από το οποίο διηγούμασταν μύθους ή φαντασίες. Οι αληθινές ιστορίες πάντα ποτίζονταν από το αλκοόλ που γυροφέρναμε ανάμεσά μας μέχρι να εξαντληθεί και στο τέλος κατέληγαν ακριβώς αυτό. Μύθοι ή φαντασίες. Εγώ πάλι, ποτέ δεν μιλούσα. Θα έπινα σιωπηλά όσο-όσο μέχρι η κούραση να με καταβάλλει κι αποκοιμηθώ στο πάτωμα, ή στην αμμουδιά. Ή άλλοτε, κρατούσα αγκαλιά μια πληρωμένη πόρνη εωσότου σκύψω στο απαλό της στήθος και ξεκινήσουν τα όνειρα να με στοιχειώνουν. Όταν ξυπνούσα όμως, κάθε πρωί, η πόρνη θα είχε ήδη εξαφανιστεί μαζί με το πορτοφόλι μου.
Μεθυσμένος με την μαγεία του κόσμου αυτού, μικρό παιδί ακόμη θεωρούμουν, άρχισα να πλανιέμαι στα στενά του Πόρτο Άνιουζ. Πριν καν το καταλάβω, το λιμάνι ήταν μονάχα δύο τρεις λάμπες που το φως τους αχνοφαίνονταν μακριά μου. "Πόσα πληρώνει η Βικτώρα γι' αυτό;", άκουσα μια ανδρική φωνή ερχόμενη μέσα απ' τις σκιές. "Όσα κι αν είναι, δεν αξίζει. Δεν θα επιτύχει αυτό που αναζητά. Είναι τρέλα.", ακούστηκε μία δεύτερη φωνή που είχα την αίσθηση ότι ανήκε σε έναν άνδρα μεγαλύτερο.
"Συμφωνώ. Όσοι άνδρες και να την κυνηγήσουν, η Αμαρτία του Ωκεανού δεν μπορεί να φυλακιστεί. Διάολε, δεν μπορεί καν να εντοπιστεί εάν δεν το επιθυμεί.", ο τρίτος άνδρας έμοιαζε να σκέφτηκε τα λόγια του περισσότερο. Είχα ακούσει κι εγώ γι' αυτήν. Η Αμαρτία του Ωκεανού. Μία γυναίκα που κυβερνούσε πλήθος ανδρών και κατασκόπευε την Αριστοκρατία. Λέγανε πως αυτή η ίδια εφηύρε την Μηχανή των Πειρατών και οι μύθοι πάντα μιλούσαν για μια γυναίκα μυώδης με ρούχα αντρικά και πρόσωπο αγγέλου. Πολλοί είχανε ισχυριστεί πως την είχανε δει στο κατάστρωμα κάποιου καραβιού, ή πως πλαγιάσανε μαζί της. Ο καθένας θα έβρισκε κάτι να πει για αυτήν. Ή μάλλον, για το φάντασμά της. Κανένας δεν ήξερε αν ήταν αληθινή. Κανένας που να λέει αλήθεια.
Ένιωσα ένα στιβαρό χέρι στο κολάρο του λευκού μου μουσκεμένου πουκαμίσου και τον αέρα στα πνευμόνια μου να κόβεται. Μία αντρική φιγούρα με είχε τραβήξει προς το μέρος της, μέσα στις σκιές. Με είχαν καταλάβει.
CZYTASZ
Η Αμαρτία του Ωκεανού
Science FictionΟ Τζέιμς, ένας ανήσυχος νεαρός πειρατής, θα θελήσει να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του και να καταστρώσει την τέλεια πειρατική ληστεία. Στον δρόμο του παραμονεύει ο κίνδυνος, ο ίδιος κίνδυνος που του στέρησε τον πατέρα του. Ο κίνδυνος που κρατά...