Μονάχα χρόνο, τιμή και φιλοδοξίες

17 0 0
                                    

Ταρακούνημα. Η όρασή μου είχε θολώσει. "Άντζελο, ηρέμησε. Μπορεί να μην έχει ακούσει τίποτα.", πρότεινε ένας άνδρας που παρέμεινε αμέτοχος στον ξυλοδαρμό μου. Σήκωσα αδύναμα το χέρι μου. Ο θύτης μου δίστασε για μια στιγμή κι έπειτα σταμάτησε. "Πες μου τι άκουσες βρομόπαιδο.", έφτυσε τις λέξεις στο πρόσωπό μου. Οι ανησυχίες του δεν κρυβόντανε τόσο εύκολα από μένα. "Μπορώ να βοηθήσω. Θέλω να συμμετάσχω σ' αυτήν την αναζήτηση.", τα λόγια μου ξεφύγανε αυθόρμητα. 

Μπροστά στην υψωμένη του γροθιά ύψωσα τα χέρια μου αμυντικά, παρόλο που από τα απανωτά του χτυπήματα είχα αποδυναμωθεί. "Είμαι με το πειρατικό πλοίο που κατέφθασε το απόγευμα. Εάν δεν πιστεύεις την επιθυμία μου, μπορεί ο Καπετάνιος μου να εξακριβώσει την ταυτότητά μου και να με πουλήσεις στην Αριστοκρατία.", η παράτολμη παραδοχή μου μέρος ενός απροσδόκητου σχεδίου. Ένα ρίσκο της τελευταίας στιγμής. Ζύγισα τις πιθανότητες στο μυαλό μου. Ήξερα πως έπρεπε αυτό το βράδυ να το επιβιώσω. 

Οι τρεις άντρες αποσύρθηκαν στις σκιές, απ' όπου είχαν έρθει, και τα μουρμουρητά τους γεμίσαν το άδειο στενό αφήνοντάς με να γλιστρήσω με την πλάτη στον τοίχο χαμηλά, έως ότου το κεφάλι μου κρυφθεί στα γόνατά μου. Η συνείδησή μου οργίαζε και το πάθος της εκδίκησης με είχε καταβάλει. Δεν χρειαζόμουν πολλά. Μονάχα χρόνο. Ένα σακί κάλυψε το κεφάλι μου κι έδεσε με σχοινί γύρω από τον λαιμό μου. Και θα τον είχα. 

***

Βρωμούσε εδώ. Μία κακοσμία εμετού, ούρων και αρρώστιας. Η ατμόσφαιρα με έπνιγε, έκαιγε το εσωτερικό του λαιμού μου. Έτσουζαν τα σωθικά μου. Η μυρωδιά της θάλασσας είχε χαθεί. Πρέπει να είμαστε αρκετά απομακρυσμένοι από την ακτή. "Ξύπνησε. Φέρε μου το σκαμπό.",  οι συλλαβές έφτασαν τα αυτιά μου κομματιασμένες. Όταν τα βλέφαρά μου μισάνοιξαν, τα μάτια μου δεν άργησαν να συνηθίσουν τον χώρο, μιας και ήταν μισοσκότεινα εδώ. Η μορφή του άντρα εμφανίστηκε ανάμεσα στις σκιές των άλλων δύο. Δεν ήταν παραπάνω από μεσήλικες, γύρω στα τριανταπέντε υπέθεσα. 

Αυτό που δεν είχα προσέξει εκείνο το βράδυ, ήταν οι στολές τους. Το σήμα που φέραν στο μπράτσο τους ήταν ίδιο με εκείνο της προσωπικής φρουράς της Βικτώρα. Τα μάτια τους κουρασμένα και ορθάνοιχτα από την αυπνία. Κοίταξα γύρω μου αναζητώντας τις λεπτομέρειες του χώρου. Πέτρες. Πέτρες γεμάτες υγρασία και κάγκελα σκουριασμένα. Είχα καταφέρει να καταλήξω στα κελιά του Πόρτο Άνιουζ. 

"Πώς σε λένε νεαρέ;", με ρώτησε ο ανακριτής μου. "Και γιατί να σου πω;", τον ρώτησα πίσω επιθετικά. Το σχοινί που με δέσμευε με εμπόδιζε να αντιδράσω. "Γιατί αυτοαποκαλέστηκες πειρατής. Ή μήπως ήταν ψέμα;", η έκφραση του ενοχλητική, γεμάτη τρωτή περηφάνεια. "Πού είναι τα στοιχεία σου για να το αποδείξεις;", υποκρίθηκα αλαζονεία κι έφτυσα το τριχωτό του στέρνο. Κοίταξε το σημείο που η προσβολή μου είχε στοχεύσει και ύστερα εμένα. Κόκκινος από τον θυμό κι έτοιμος να μου επιτεθεί, η γροθιά του εκατοστά μονάχα απείχε από το πρόσωπό μου, όταν μία κακοφωνία από ουρλιαχτά ξέσπασε στους διαδρόμους. 

Οι τρεις φρουροί βγήκανε στον διάδρομο ανήσυχοι με τα χέρια στα πιστόλια, η μυρωδιά του μπαρουτιού δεν θα αργούσε να μπουκώσει τα ρουθούνια μου. Αυτήν ήταν η ευκαιρία μου. Έριξα το σώμα μου μπροστά και σύρθηκα προς την μισάνοιχτη πόρτα του κελιού, η οποία λόγω βιασύνης δεν είχε κλείσει. Ευχαρίστησα την τύχη μου και αναζήτησα οτιδήποτε μπορούσε να με απαλλάξει από τα δεσμά μου. Ένας πειρατής ποτέ δεν εγκαταλείπει την τιμή και τις φιλοδοξίες του. Θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα μου. Ένας πειρατής ποτέ δεν εγκαταλείπει, σκέτο. Οι παλάμες μου τυλιγμένες σε γροθιές και στο βλέμμα μου η σπίθα. Εκείνη η σπίθα που θα μαρμάρωνε καθετί που θα ήθελε να με υποτάξει. Ναι, μπορούσα να το κάνω. Ήμουν ακόμη πειρατής και δεν είχα εγκαταλείψει. 


Η Αμαρτία του ΩκεανούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora