Κεφάλαιο 19

62 9 7
                                    

Η βροχή είχε αρχίσει να σταματάει και μετά απ' αυτό το ρομαντικό φιλί ο Άρης της χάιδεψε το πρόσωπο και ύστερα της χαμογέλασε.
«Όλα μαζί θα τα ξεπεράσουμε μωρό μου» της είπε καθισμένος στο καπό του αυτοκινήτου.
«Το ξέρω. Δεν θα αφήσω κανέναν να μπει ανάμεσά μας ούτε να σε πειράξει».
«Πήγαινε μέσα τώρα μην μου κρυώσεις και θα τα πούμε αύριο».
«Πάω καληνύχτα» του είπε και τον αγκάλιασε.
Μπαίνοντας στο σπίτι της άφησε τα κλειδιά πάνω στο τραπεζάκι και πηγε στο σαλόνι.
«Η Εύα που είναι;» είπε και κάθησε στον αναπαυτικό καναπέ.
Η μητέρα της την κοίταξε ανήσυχα. «Είπε ότι θα βγει έξω και δεν έχει γυρίσει ακόμα».
«Συγγνώμη την άφησες να βγει έξω 16 χρόνων κορίτσι και μόνη της;»
«Ναι Μελίνα μου υποσχέθηκε ότι θα προσέχει και ότι δεν θα αργήσει να γυρίσει και εγώ έχω εμπιστοσύνη και σε σένα και στην αδερφή σου» την καθησύχασε.
«Και γιατί δεν έχει έρθει ακόμα; 11 είναι η ώρα».
«Την πήραμε τόσα τηλέφωνα αλλά το έχει κλειστό. Είναι να μην ανησυχώ;».
«Να μην την άφηνες να βγει».
«Άσε μας ρε Μελίνα. Επειδή εσύ σκέφτεσαι αρνητικά δε σημαίνει ότι θα κλειδώσω τα παιδιά μου μέσα σε ένα σπίτι και δεν θα πάνε πουθενά» είπε και απομακρύνθηκε.
«Έχει δίκιο, πρέπει να ηρεμήσεις λίγο. Όπου να 'ναι θα γυρίσει» είπε η Νεφέλη με τα πόδια ακουμπισμένα στον καναπέ.
Η Μελίνα έκανε μια γκριμάτσα καθώς η πόρτα του σπιτιού άνοιξε αργά.
«Γεια σας» είπε διστακτικά η Εύα κλείνοντας την πόρτα.
«Βρήκες τον δρόμο;»
«Άργησα λίγο δεν έγινε τίποτα».
«Απορώ που είχες πάει με τέτοια βροχή».
«Βόλτα με κάτι φίλες μου».
«Πήγαινε πες το στη μαμά γιατί σε έπαιρνε τηλέφωνο και είχε ανησυχήσει».
Η Εύα έβγαλε τα λασπωμένα παπούτσια της και ανέβηκε με φόρα την ξύλινη σκάλα.
«Και τώρα οι δυο μας» είπε η Νεφέλη με και στράφηκε προς τη Μελίνα.
«Ωχ, το ξέρω αυτό το ύφος. Ρώτα ό,τι είναι να τελειώνουμε» είπε καθισμένη στον καναπέ στηρίζοντας το κεφάλι της με τα δάχτυλά της.
«Άκουσα ομιλίες απ' έξω, έγινε κάτι;»
«Ναι. Ήρθε η τρελή».
«Ποια; Η Ναταλία;»
Η Μελίνα έγνεψε καταφατικά.
«Έλα ρε συ, γιατί δεν με φώναξες να χαζέψω λίγο; Δεν πήρα και τα ποπ κορν μαζί».
Η Μελίνα την στραβοκοίταξε αρπάζοντας ένα χοντρό μαξιλάρι για να τη σημαδέψει.
Η Νεφέλη άρχισε να γελάει δυνατά.
Οι μέρες κυλούσαν γρήγορα και η Ναταλία συνέχιζε να κάνει τη ζωή του ζευγαριού να μοιάζει εφιάλτης και δυστυχώς γι' αυτούς τίποτα δεν μπορούσαν ακόμα να κάνουν. Ο Άρης στην πρόταση της Μελίνας να ειδοποιήσουν την αστυνομία τον έπιανε θυμό γιατί ήξερε μέσα του ότι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να την αντιμετωπίσει είναι ο εαυτός του και έχοντας το στήριγμά του στο πλάι του ένιωθε πιο δυνατός από ποτέ. Για να κερδίσεις σε κάτι πρέπει να παλέψεις πριν αναζητήσεις βοήθεια και αυτός ήταν ένας από τους λόγους του. Για κακή τους τύχη όπου και αν πήγαιναν, ό,τι και αν έκαναν έβρισκαν εμπόδια στο δρόμο τους τα οποία όπως όλοι ήξεραν προέρχονταν από τη Ναταλία. Η εκδίκησή της ήθελε να είναι τέτοια ώστε να δώσει ένα μάθημα στον Άρη ότι με τα συναισθήματα των ανθρώπων δεν πρέπει να παίζουμε. Το κακό ήταν ότι αυτό το μάθημα το έδειξε με λάθος τρόπο και απ' αυτό μόνο κερδισμένη δεν θα έβγαινε γιατί ο Άρης αγαπούσε πάντα τη Μελίνα και σε μια στιγμή αδυναμίας και εγωισμού ήρθε σε αδιέξοδο.
Ένα απόγευμα η Μελίνα επέστρεφε στο σπίτι της με τα πόδια από ένα σημαντικό ραντεβού. Φορούσε ένα αθλητικό κολάν, ένα άσπρο, ανάλαφρο μπλουζοφόρεμα και τις μαύρες καλοκαιρινές σαγιονάρες της. Τα μακριά ίσια μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά και με τη ζέστη που είχε, ένιωθε το λαιμό της να ιδρώνει και να κυλάει πάνω στο κορμί της. Επειδή η διαδρομή ήταν αρκετά μεγάλη και τα λεωφορεία είχαν απεργία, πήρε τηλέφωνο τη Νεφέλη να έρθει να την πάρει αλλά δυστυχώς για εκείνη δεν την βρήκε διαθέσιμη. Ήξερε ότι η μητέρα της ήταν στη δουλειά και ο Άρης άρρωστος με πυρετό και έτσι η τελευταία της ελπίδα ήταν ο Άγγελος ο οποίος οδηγούσε από τα 17 του χρόνια ώσπου πήρε τελικά το δίπλωμα και μπορούσε να οδηγήσει επισήμως.
«Μελίνα; Τι ευχάριστη έκπληξη» είπε ο Άγγελος μόλις σήκωσε το τηλέφωνο.
«Γεια σου Άγγελε, τι κάνεις;» είπε λαχανιασμένη η Μελίνα.
«Εγώ καλά είμαι. Σε ακούω κάπως, συμβαίνει κάτι;»
«Να μωρέ, είχα πάει κάπου και τώρα γυρίζω σπίτι και περπατάω επειδή δεν έχω άλλο μέσο. Σου είναι κόπος να έρθεις να με πάρεις;»
«Καθόλου κόπος. Πες μου πού βρίσκεσαι για να έρθω».
Η Μελίνα άρχισε να ανεβαίνει μια ανηφόρα. Περνούσε μέσα από στενά για να είναι η διαδρομή της πιο σύντομη και λιγότερο κουραστική.
«Λοιπόν θα σε περιμένω στην εκκλησία απέναντι από το φαρμακείο» είπε κοιτάζοντας γύρω της.
«Ξέρω που είναι, έρχομαι αμέσως».
«Σε ευχαριστώ» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να ανεβαίνει αυτήν την μεγάλη ανηφόρα ώσπου έφτασε σε εκείνη την εκκλησία για να περιμένει τον Άγγελο. Η θέα από εκεί πάνω ήταν ονειρική καθώς φαινόταν η δύση του ηλίου και ο ουρανός άρχισε να παίρνει ένα ιδιαίτερο μπλε χρώμα λίγο πριν εμφανιστεί το σκοτάδι. Τα σπίτια έμοιαζαν μικροσκοπικά και το μάτι της δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το δικό της σπίτι. Είχε αρχίσει να βραδιάζει και η Μελίνα στεκόταν μπροστά από την εκκλησία περιμένοντας τον Άγγελο να φανεί. Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο πολύ ένιωθε τον φόβο μέσα της να την κυριεύει. Αφηρημένη χαζεύοντας γύρω της ένιωσε ένα χέρι να την ακουμπάει στον ώμο της και γύρισε απότομα.
«Κοπέλα μου πας καλά; Να με στείλεις θέλεις;» είπε η Μελίνα τρομοκρατημένη αντικρίζοντας τη Ναταλία.
«Έλα τώρα που σε τρόμαξα» είπε με ειρωνικό βλέμμα.
«Οποιοσδήποτε και να σε έβλεπε θα τρόμαζε πιστεύω».
«Δεν θα το σχολιάσω».
«Πρώτον γιατί εμφανίζεσαι πάλι μπροστά μου και δεύτερον τι στο διάολο θέλεις και με παρακολουθείς;» είπε αγανακτισμένη η Μελίνα.
Η Ναταλία πλησίασε κοντά στο αυτί της. «Θα σας καταστρέψω τη ζωή όπως κάνατε κι εσείς με τη δική μου. Το παιχνίδι μόλις ξεκίνησε γι' αυτό μην κάνετε όνειρα γιατί με μένα δεν παίζει κανένας».
«Τις απειλές σου άλλου. Χώνεψέ το. Έχεις ήδη χάσει και δεν το έχεις συνηδητοποιήσει ακόμα. Τόσο ήθελα για να καλέσω την αστυνομία και να σε χώσω μέσα αλλά βλέπεις ο Άρης μου είναι φιλόζωος» απάντησε η Μελίνα χάνοντας την ψυχραιμία της.
Η Ναταλία την έπιασε σφιχτά από τον καρπό. «Φυσικά γιατί εσύ δεν έχεις τα κότσια να με αντιμετωπίσεις».
«Άσε το χέρι μου γιατί το άλλο μου χέρι είναι ελεύθερο».
«Εε..τι γίνεται εκεί;» ακούστηκε στο βάθος η φωνή του Άγγελου.
Η Ναταλία ταραγμένη έσπρωξε τη Μελίνα και έφυγε αμέσως από εκεί.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Άγγελος καθώς πήγε κοντά της.
Η Μελίνα κοίταξε το χέρι της που της είχε μείνει σημάδι καθώς ήταν ένα βήμα πρώτου βουρκώσει.
«Έλα πάμε στο αυτοκίνητο να ηρεμήσεις και να μου τα πεις» είπε ο Άγγελος και έφυγαν μαζί από εκεί.
Ο Άρης πέρασε όλη του τη μέρα στο κρεβάτι έχοντας δίπλα στο κομοδίνο του ένα σωρό παυσίπονα. Η Δανάη ήταν συνεχώς στο πλευρό του και τον φρόντιζε.
«38,3» είπε ο Άρης κοιτάζοντας το θερμόμετρο.
«Από πριν που είχε φτάσει 39 καλύτερα είσαι».
Ο Άρης έπιασε το ζεστό μετωπό του και ένιωθε τους παλμούς του να ανεβαίνουν σταδιακά.
«Τι νιώθεις;» τον ρώτησε η Δανάη και κάθησε στην άκρη του κρεβατιού.
«Θέλω να σηκωθώ βασικά».
«Δεν χρειάζεται να σηκωθείς, πες μου τι θέλεις να στο φέρω εγώ».
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της πόρτας και ο Άρης σηκώθηκε αργά καθώς ένιωθε μια μεγάλη ζαλάδα, αλλά η Δανάη τον εμπόδισε.
«Μείνε στο κρεβάτι σε παρακαλώ».
Ο Άρης ξάπλωσε ξανά πάνω στα μαξιλάρια του περιμένοντας να ακούσει ψιθύρους. Ένιωθε το κεφάλι του να καίει και το σώμα του μουδιασμένο από την κορφή ως τα νύχια. Εξαιτίας της απρόσμενης αρρώστιας δεν είχε κουράγιο να κάνει τίποτα, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει τη Ναταλία που του δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα.
Κρατούσε το κινητό στα χέρια και αντάλλαζε μηνύματα με τον Χρήστο όταν η πόρτα άνοιξε σιγανά. Όταν μπήκε η Μελίνα στο δωμάτιό του έμεινε ακίνητη και τον κοίταξε προσηλωμένη. Το πρόσωπό του έλαμψε με την παρουσία της και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω της.
«Δεν είναι όνειρο» είπε ο Άρης και συνέχισε να την κοιτάζει.
Η Μελίνα τον πλησίασε και τον χαλάρωσε με ένα απαλό φιλί στα χείλη.
«Μωρό μου θα κολλήσεις» της ειπε και της έπιασε το χέρι.
Η Μελίνα χώθηκε κάτω απ'το λεπτό σεντόνι. «Γι' αυτό ήρθα, για να κολλήσω».
«Ναι αλλά εγώ δε θέλω να σε κολλήσω».
«Θέλω εγώ» του είπε και ένωσε ξανά τα χείλη της με τα δικά του.
Ο Άρης δίχως να χάσει ευκαιρία άφησε τα συναισθήματά του να μιλήσουν και αυτό τον έκανε να ξεχάσει τον πυρετό και τον πόνο που ένιωθε.
Η Μελίνα τον ακούμπησε στο μέτωπο. «Πως είσαι;»
«Τώρα που ήρθες καλύτερα».
«Έχω να σου πω κάτι» είπε η Μελίνα και άλλαξε ύφος.
«Ωχ» είπε ο Άρης ξεφυσώντας.
«Δύο πράγματα είναι βασικά».
«Ωραία πες τα».
Η Μελίνα κάθησε οκλαδόν. «Θυμάσαι εκείνο το ταξίδι που πήγα προτού γίνουν όλα αυτά;».
«Εκεινό το ταξίδι που μου βγήκε ξυνό λες. Ναι το θυμάμαι».
«Δεν είχα πάει για διακοπές. Είχα πάει για να κάνω αίτηση για τον Οκτώβριο και να μπω στη σχολή υποκριτικής και θεάτρου στην Γερμανία χωρίς να ξέρω ότι θα με πάρουν».
Ο Άρης την κοιτούσε σαστισμένος. «Τι πράγμα; Δεν μου είπες ποτέ κάτι τέτοιο».
«Το ξέρω και σου ζητάω συγγνώμη. Απλά ήθελα να είμαι σίγουρη ότι θα με πάρουν».
«Συγγνώμη, τόσες σχολές έχει η Αθήνα κι εσύ θες να πας στο εξωτερικό;»
«Ρε Άρη καταλαβέ με το όνειρό μου ήταν πάντα να σπουδάσω στο εξωτερικό. Μου αρέσουν τα ταξίδια».
«Να σε πάω εγώ όσα ταξίδια θέλεις, οι σπουδές ακόμα να καταλάβω από που προέκυψαν».
Η Μελίνα έμπλεξε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα δικά του. «Απλά θέλω να σπουδάσω εκεί. Αυτό».
«Άρα θα σε χάσω δηλαδή» είπε ο Άρης δείχνοντας μια μελαγχολία.
«Δεν θα με χάσεις γιατί θα έρχομαι και θα έρχεσαι».
«Άρα απόσταση. Γυρνάμε στα παλιά».
Η Μελίνα σώπασε για μερικά δευτερόλεπτα.
«Κοίτα δε θέλω να πάω κόντρα στα όνειρά σου ούτε στις επιθυμίες σου. Θέλω το καλύτερο για σένα και θέλω να κάνεις ότι σε κάνει ευτυχισμένη, αλλά δεν θα αντέξω την απόσταση ξανά. Θέλω να σε έχω στην αγκαλιά μου. Να βλέπω αυτό το πανέμορφο πρόσωπό σου. Να μπορώ να σε αγγίζω και να σε νιώθω δίπλα μου. Να βλέπω αυτό το υπέροχο χαμόγελό σου και να μου δίνει δύναμη». της είπε και της χάρισε μια αγκαλιά.
«Άρη εγώ..θέλω να έρθεις μαζί μου να κάνουμε μια καινούργια ζωή, αλλά δεν θέλω να σε κάνω να εγκαταλείψεις την οικογένειά σου, τους φίλους σου και τη ζωή που κάνεις».
Ο Άρης απομακρύνθηκε. «Κι εγώ θα το ήθελα αυτό, αλλά δεν γίνεται. Πως θα τα αφήσω όλα αυτά;».
«Το ξέρω, γι' αυτό δεν στο πρότεινα από την αρχή. Σήμερα είχα ραντεβού με τον άνθρωπο που έκανα την αίτηση και με πήραν».
Ο Άρης έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του. «Κατάλαβα».
«Μην μου στεναχωριέσαι όλα καλά θα πάνε θα δεις. Θα έρχομαι σύντομα».
«Θα το καταπιώ κι αυτό, γιατί πάνω από όλα είναι η ευτυχία σου και το μέλλον σου κι εγώ θα είμαι εδώ να σου στέλνω την ενέργειά μου από μακριά».
«Σ' αγαπάω τόσο πολύ» είπε η Μελίνα και τον έσφιξε στην αγκαλιά του».
Ο Άρης ένιωθε έναν πνιγμό. «Λίγη ανάσα όμως γιατί δεν θα ζήσω για να προλάβω να σου τη στείλω».
Η Μελίνα άρχισε να γελάει.
«Είπες ότι θα μου έλεγες δύο πράγματα. Το άλλο πιο είναι;»
Το βλέμμα της ξανά άλλαξε. «Θέλω να αντιδράσεις ψύχραιμα και να μην κάνεις καμία κίνηση».
«Όλα σήμερα βρήκε να μου τα πει που είμαι άρρωστος».
«Καθώς γυρνούσα για να πάω σπίτι μου πήρα τηλέφωνο τον Άγγελο να έρθει να με πάρει γιατί τα πόδια μου δεν άντεχαν τόση διαδρομή».
Ο Άρης κατσούφιασε. «Γιατί δεν πήρες εμένα να έρθω;»
«Είσαι άρρωστος αγάπη μου τι λες;»
«Και; Για να σε πάρω θα ερχόμουν».
«Μην μιλάς και άκου» είπε η Μελίνα και κοίταξε το ταβάνι.
Ο Άρης έστρεψε το βλέμμα του στα παγωμένα χείλη της.
«Καθώ τον περίμενα, βλέπω ξαφνικά τη Ναταλία από πίσω μου. Δε θέλω να πω περισσότερα».
Ο Άρης έκανε μια γκριμάτσα προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό του.
«Αυτή η κοπέλα είναι αδίστακτη. Άρχισε τις απειλές και το χέρι της άφησε σημάδι στο χέρι μου από το σφίξιμο. Μιλάμε το έχει χάσει τελείως. Είναι και βράδυ και κόπηκε το αίμα μου» είπε η Μελίνα πανικόβλητη.
Εκείνος κοπάνισε με δύναμη το στρώμα του κρεβατιού και σηκώθηκε οργισμένος. «Αυτό ήταν. Θα μπουν όλα στη θέση τους» είπε βγαίνοντας από την πόρτα του δωματίου.
«Άρη που πας; Έλα εδώ» φώναξε η Μελίνα.



Χευ!

Τελικά το ταξίδι που είχε κάνει η Μελίνα στο πρώτο κεφάλαιο ήταν για σπουδές.

Ο Άρης τι θα κάνει όταν θα φύγει; Θα μπορέσει να το συνηδητοποιήσει μέσα του;

Η Ναταλία αποδείχτηκε αδίστακτη. Δεν την σταματάει τίποτα. Μέχρι που θα φτάσει όμως;

Η συνέχεια στο επόμενο κεφάλαιο❤️

Αν σας άρεσε πατήστε ένα αστεράκι⭐

Έρωτας & ΕφιάλτηςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora