Ο πηχτός αέρας και η βρώμα ήταν ασφυκτικά, ακόμη και τώρα, μισό χιλιόμετρο μακριά. Διψούσα, είχα ανάγκη από νερό, από ήλιο, από καθαρό αέρα. Η καπνιά από τις φυλακές αγκάλιαζε το σώμα μου ακόμη κι εδώ. Ήλπιζα το πλοίο να μην είχε φύγει, όμως οι καθαρές θάλασσες από κάτω μου εξάτμισαν κι αυτήν την τελευταία μου ελπίδα. Ο καπετάνιος δεν περίμενε. Είμαι σίγουρος πως θα πίστευε ότι θα αποκοιμήθηκα σε κανένα σπίτι γυναικών, αγκαλιά με ένα ζευγάρι πλούσια στήθη.
Βαριανασαίνω, κοντανασαίνω και σταματώ. Μέχρι τώρα, η φασαρία θα είχε λάβει τέλος και οι φυλακισμένοι θα είχανε επιστρέψει στα κελιά τους. "Έχασες τον δρόμο σου;", μία γυναικεία φωνή έφτασε στα αυτιά μου. Τα βήματά της ανεξιχνίαστα. Η παρουσία της σαν του αέρα και η μορφή της σαν της σκιάς. "Ποια κατηφόρα θα με βγάλει γρηγορότερα στο λιμάνι;", φώναξα γυρεύοντας να αντικρίσω το πρόσωπό της. Μπροστά μας μόνο η γυμνή πλαγιά και βράχια. Πίσω μας η μαυρίλα των κελιών.
"Μμ, κάτι μου λέει πως γυρεύεις διαφυγή, πειρατή.", με ονομάτισε κατηγορηματικά. Λευκή κουκούλα, η ταυτότητά της παρέμεινε κρυφή. Όμως η φωνή της διαγράφηκε στην μνήμη μου. "Εσύ τι γυρεύεις;", αντιγύρισα την ερώτηση. Μπορεί να μην το είδα, αλλά το ένιωσα. Το ανήθικο χαμόγελό της. Το γελάκι της. "Πειρατές.", απάντησε. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι από εκείνα τα δάση.
***
Η ατμόσφαιρα αρωματισμένη. Η γη κάτω από τα πόδια μου είχε χαθεί. Ένιωθα το μέσα μου μουδιασμένο. Η παραμικρή λέξη θα μ' άφηνε σαστιμένο και λειψό. Ποιο να 'ταν άραγε αυτό το μέρος; Οδηγούμουν στην κρεμάλα; "Ξέρω τα μυστικά της ψυχής σου. Ο ωκεανός μιλά. Ο ωκεανός προδίδει.", μελωδία. Τα λόγια πικρά, ανεξερεύνητα. Ήθελα πολύ να μάθω τι της είχε πει για μένα ο ωκεανός. Άναυδος όμως, δεν μπόρεσα να μιλήσω.
***
Υπνωτισμένος, βαθιά καθηλωμένος στα όνειρά μου. Πού βρισκόμουν; Ένας ξένος σκάλιζε τις αναμνήσεις μου και ξέθαβε συναισθήματα πνιγηρά. Παγώνω εδώ. Παγώνω εδώ, πατέρα. "Θα είναι έτοιμος μέχρι το επόμενο δειλινό.", ακούστηκε μία αντρική φωνή. Λευκή κουκούλα, εικόνα οικεία, μα συναίσθημα παγερό. "Αν δεν ξυπνήσει, θα κοιμηθείς μαζί του.", συναίσθημα απόμακρο. Υπνωτισμένος, βαθιά καθηλωμένος στους εφιάλτες μου.
***
Η τέλεια ληστεία μου φαινόταν μακρινή. Το φαγητό άγευστο στις άκρες της γλώσσας μου, το νερό δεν με ξεδιψούσε. "Θα περάσει.", μου απάντησε ο νεαρός γιατρός, νεαρότερος από μένα-υπέθεσα πως προετοιμαζόνταν για τα καθήκοντα του. "Μπορώ να φύγω;", ρώτησα καχύποπτα. "Ναι, αλλά δεν θα σου το συνιστούσα. Στην κατάστασή σου, δεν θα φτάσεις μακριά.", αποκρίθηκε με ένα απαλό χαμόγελο. "Χμ, κολακευτικό εκ μέρους σου.", ο σαρκασμός αρμόζει σε όλες τις περιστάσεις.
"Άκου, δεν έχουμε πολύ χρόνο ακόμη. Εάν είσαι τυχερός, δεν θα κρεμαστείς. Εάν είσαι βλάκας θα χειραγωγηθείς. Εάν είσαι έξυπνος, θα διαπραγματευτείς. Απλά θυμήσου πώς απ' τα μάτια της ψυχής σου δεν θα μπορέσει κανείς να δει τον κόσμο. Ο ωκεανός είναι η μεγαλύτερη απάτη.", μουρμούρισε σέρνοντας τις συλλαβές. Το σκέφτηκα μία στιγμή, αλλά δεν είχε νόημα. Η αξία των λέξεων του θα φαινόταν στην πορεία.
Η μεγάλη, λευκή πόρτα πίσω του άνοιξε διάπλατα. Η παράσταση θα ξεκινούσε. Τα μεγάλα, θολά, γκρίζα μάτια της λούστηκαν με φως, όμως στο βάθος τους διέκρινα την φουρτούνα. Στα μαλλιά της μύρισα την θάλασσα κι ας μην άνηκε σε αυτήν. Η οικοδεσπότρια είχε μόλις εμφανιστεί και η ζωή μου ήτανε έτοιμη να αλλάξει..
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Η Αμαρτία του Ωκεανού
Bilim KurguΟ Τζέιμς, ένας ανήσυχος νεαρός πειρατής, θα θελήσει να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του και να καταστρώσει την τέλεια πειρατική ληστεία. Στον δρόμο του παραμονεύει ο κίνδυνος, ο ίδιος κίνδυνος που του στέρησε τον πατέρα του. Ο κίνδυνος που κρατά...