Η Παραλία

168 5 0
                                    

Αρχές Ιούλη και ο ήλιος βράζει πάνω απ' τα στενά του μικρού χωριού αφήνοντας ελεύθερο τον κόσμο να ξεχυθεί στους δρόμους για δουλειές, παιχνίδι και κουβέντα. Από οποία αυλή και να περάσεις παντού θα δεις παιδιά να παίζουν, να φωνάζουν και να κάνουν σκανταλιές. Όλοι -σχεδόν- ήταν μια οικογένεια εφόσον το χωριό δεν ήταν τόσο πυκνοκατοικημένο.

-Αχ κοίτα ποιος έρχεται Υπατία.

-Έλα άσε τις χαζομάρες. Άιντε!

-Μα κοίτα πόσο κούκλος είναι. Να σου κάνουμε κανένα προξενιό, είπε η Ναταλία γελώντας.

-Πως σου ήρθε τώρα αυτό; Αφού ξέρεις την έχθρα ανάμεσα στις οικογένειές μας. Εξάλλου δεν μου αρέσει καν.

-Καλά καλά σταματάω.

Πόσες φορές είχαν κοιταχτεί αλλά μεταξύ τους δεν υπήρχε τίποτα ερωτικό. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν αυτοί οι δύο. Εκείνη τη μέρα ο Χάρης είχε πάει στα θερμοκήπια και αργότερα στους ελαιώνες να ελέγξει τους εργάτες. Η Υπατία με την κολλητή της έκοβαν βόλτες στο χωριό εφόσον δεν είχα κάποια υποχρέωση εκείνη τη μέρα.

Το μεσημέρι επέστρεψε σπίτι για μεσημεριανό. Είχε πει ως θα έβγαινε το απόγευμα για να αποθανατίσει τη δύση του ηλίου.

Έφτασε ήδη εκείνη η ώρα. Και η Υπατία ξεκίνησε το δρόμο της για το αγαπημένο της χόμπι, τη φωτογραφία. Της άρεσε πολύ γιατί μόνο έτσι ένιωθε ελεύθερη και ήρεμη. Μετά από πολύ ώρα περπάτημα έφτασε σε ένα ύψωμα, ό,τι πρέπει για την κατάλληλη φωτογραφία. Αφού το φωτογράφισε αποφάσισε να περπατήσει λίγα μέτρα παραπέρα να θαυμάσει τη θέα, όμως γρήγορα κατάλαβε πως οι ουρανοί ήταν έτοιμοι να ρίξουν πολλή βροχή, αφού λίγο μετά την πρώτη στάση της στο λόφο μαζεύτηκαν σύννεφα. Και είχε δίκιο τελικά. Μερικά λεπτά αφού άρχισε να περπατάει την έπιασε η καλοκαιρινή μπόρα. Μπήκε κάτω από ένα υπόστεγο ενός σπιτιού μέσα σε ένα χωράφι. Προς μεγάλη της έκπληξη μέσα από το σπίτι βγήκε ο χάρης.

-Τι κάνεις εσύ εδώ; Δεν σου είπα να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ πέρα; Εδώ είναι η γη της οικογένειάς μου, είπε φωνάζοντας θυμωμένος ο Χάρης.

-Δεν σου επιτρέπω να μου μιλάς έτσι. Και στο κάτω κάτω δεν είπε κανένας ότι δεν μπορώ να έρχομαι εδώ. Δεν έχει πουθενά φύλακες που να επιτηρούν το μέρος.

-Ναι αλλά το λέω εγώ!

Εκείνη τη στιγμή που η Υπατία ήταν έτοιμη να τον χαστουκίσει και είχε ήδη σηκώσει το χέρι της εκείνος τη σταμάτησε με το δικό του χέρι σχεδόν λίγα εκατοστά από το πρόσωπό του. Την άρπαξε από το χέρι και την φίλησε παθιασμένα. Τα χέρια της τώρα ήταν γύρω από το σβέρκο και το λαιμό του Χάρη, ενώ τα δικά του έπιαναν σφιχτά τη μέση της. Την σήκωσε στην αγκαλιά του και σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκαν μέσα στο μικρό σπίτι. Κατέβηκε από την αγκαλιά του και αφού η πόρτα έκλεισε, χωρίς να ξεκολλήσουν τα χείλη τους μεταξύ τους, εκείνος κόλλησε την πλάτη της στην πόρτα και συνέχισε να τη φιλάει παθιασμένα, στα χείλη, στο μάγουλο, στο λαιμό. Το ίδιο συνεχίστηκε για αρκετά λεπτά χωρίς καν οι ίδιοι να έχουν συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Το επόμενο λεπτό τους βρήκε να κοιτάζονται στα μάτια, τα οποία εμπεριείχαν ανάμεικτα συναισθήματα χαράς, αγάπης αλλά και απορίας. Πως μια τόσο μεγάλη έχθρα μπόρεσε να εξελιχθεί σε ένα τόσο όμορφο συναίσθημα; Για την επόμενη ώρα δεν μίλησαν καθόλου παρά μόνο κοιταζόντουσαν με αμηχανία.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jul 26, 2022 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Η παραλίαWhere stories live. Discover now