38. Έγκλημα Και Τιμωρία

95 11 5
                                    

Γεια σας! Επέστρεψα νωρίτερα αυτή τη φορά. Το κεφάλαιο είναι μεγάλο και μπορώ να πω πως είναι από τα αγαπημένα μου. Γι' αυτό εκ των υστέρων, αποφάσισα να το χωρίσω σε δύο μικρότερα τμήματα.

38. Έγκλημα Και Τιμωρία

Ο Ορέστης περίμενε στο σκοτάδι σαν αρπακτικό που περιφρουρεί τη λεία του και αναμένει. Εδώ και τρεις ημέρες τον παρακολουθούσε. Απόψε είχε επιλέξει μια ήσυχη γωνιά στο μπαρ της πλατείας, σε ένα κεντρικό σημείο της πόλης και τον παρατηρούσε. Ήταν πάνω κάτω στη δική του ηλικία, μελαχρινός, γεροδεμένος, με βλέμμα καθαρό, που γυάλιζε. Έπινε την ίδια μάρκα μπίρας με τον ίδιο. Γελούσε συχνά. Καθόταν σε ένα κεντρικό, μακρύ τραπέζι με μια παρέα άλλων δεκαπέντε ατόμων. Έβλεπε μπάλα, σχολίαζε δυνατά, χειρονομούσε. Φαινόταν να γνωρίζει τους πάντες στο μαγαζί. Τους χαιρετούσε όλους. Δίπλα του καθόταν μια κοπέλα. Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό της. Έβλεπε τους μικροκαμωμένους ώμους της να στριμώχνονται μέσα στην αγκαλιά του. Του ψιθύριζε κάπου κάπου στο αυτί, του χάιδευε την πλάτη και το μπράτσο με τρυφεράδα. Εκείνος της χάιδευε τα κατάμαυρα, στιλπνά μαλλιά.

Μόλις τελείωσε ο αγώνας, κάποιος τον φώναξε. Του δώσανε το μικρόφωνο, είπε δυο τρία τραγούδια. Έπαιξε κιθάρα. Είχε βαριά φωνή, αλλά κρυστάλλινη. Ξεστόμιζε τους στίχους χωρίς σταματημό. Οι θαμώνες του ζήτησαν να τραγουδήσει λίγο ακόμη, μα δεν ικανοποίησε το αίτημά τους. Γύρισε στη συντροφιά της στιγμής μ' ένα στραβό χαμόγελο. Ήταν νέος, γεμάτος ενέργεια και δίψα για ζωή.

Υπέθεσε ότι θα είχε μια συμβατική δουλειά. Θα του έβγαζαν την ψυχή για λίγα ψίχουλα. Τον φαντάστηκε να επιστρέφει το βράδυ στη μάνα του σκασμένος, να τρώει σκυφτός επάνω από το τραπέζι, να κλείνεται, να γράφει στίχους μέχρι το πρωί κι έπειτα να τους προβάρει. Ήταν ευτυχισμένος εκείνος ο άγνωστος άνδρας, χωρίς να έχει συναίσθηση της ευτυχίας του ή της δυστυχίας του άντρα που κρυβότανε στα σκοτεινά και παραμόνευε.

Θα μπορούσε να έδινε τέλος σε αυτή την ευτυχία. Ο νεαρός τώρα τελευταία είχε γίνει ενοχλητικός, δεν άρεσε στο κόμμα. Οι στίχοι του έβραζαν. Αποκάλυπταν με γλαφυρότητα όλα τα εγκλήματα, εξέφεραν αντιφασιστικά και αντιρατσιστικά μηνύματα, καλούσαν τον κόσμο να αποτινάξει την τυραννία. Έπρεπε λοιπόν να βγει από τη μέση.

Η αποστολή ήταν απλή. Κουβαλούσε πάνω του το όπλο που του είχε δώσει ο αρχηγός την προηγούμενη ημέρα. Θα τον ακολουθούσε και μόλις έβρισκε την κατάλληλη στιγμή θα του φύτευε μια σφαίρα και μπαμ! Κατευθείαν στο ψητό. Εάν το σχέδιο του αποτύγχανε, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι. Θα του το έμπηγε στα πλευρά, στο στήθος, στη μηριαία αρτηρία. Θα εφάρμοζε τις τακτικές που του είχαν διδάξει στην οργάνωση, τις οποίες πια δίδασκε κι εκείνος στους νεότερους. Άλλωστε, η επιδεξιότητά του ξεπερνούσε κατά πολύ εκείνη των περισσότερων μελών. Θα μπορούσε να εκτελέσει τη διαταγή, ως ένα απλό στρατιωτάκι που ήταν. Θα έδειχνε την τυφλή του εμπιστοσύνη στην οργάνωση και τον Εθνικό Αγώνα. Θα γινόταν ο σωτήρας του αρχηγού, ο οποίος είχε επενδύσει τόσα πολλά στον ίδιο. Θα μπορούσε. Τα φονικά εργαλεία τα ένιωθε βαριά, ακουμπούσαν στο κορμί του και τον έκαιγαν. Απόψε θα σκότωνε άνθρωπο.

Μικρή ΒαλίτσαTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang