Κεφάλαιο 2

183 29 7
                                    

Η Νατάσα ήταν ένα πολύ δυνατό κορίτσι. Η ζωή την έκανε έτσι. Έχασε τους γονείς της πολύ μικρή κι έτσι έπρεπε να φροντίσει μόνη της τον εαυτό της. Με δυσκολία κατάφερε να τελειώσει το σχολείο και δεν είχε ποτέ βλέψεις για περαιτέρω σπουδές. Δούλευε σ' ένα μπαράκι τα βράδια και συντηρούσε μια μικρή γκαρσονιέρα στη Θεσσαλονίκη. Ποτέ δεν φοβήθηκε τη νύχτα. Ούτε τα άσχημα πρόσωπα της ούτε τα ξενδοιάντροπα τεχνάσματά της. Η νύχτα ήταν τόσο ελκυστική όσο και επικίνδυνη για ένα κορίτσι σαν εκείνη. Είχε μάθει όμως τόσα χρόνια να ξεφεύγει από τις παγίδες της και είχε βρει τον τρόπο να επιβιώνει. Στα 29 της χρόνια είχε ''ψηθεί'' τόσο στις δυσκολίες που δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Βέβαια για όλα υπάρχει η πρώτη φορά.

Εκείνη τη νύχτα τίποτα δεν ήταν με το μέρος της. Ήταν πολύ εκνευρισμένη. Το μαγαζί δεν είχε κόσμο κι έτσι το αφεντικό της δεν την πλήρωσε. Ήθελε να τον βρίσει και να παραιτηθεί, όμως χρωστούσε ήδη δύο νοίκια κι έτσι – από τις σπάνιες φορές – δεν είπε κουβέντα. Πήγε με τα πόδια στο σπίτι καθώς η άλλη κοπέλα από την δουλειά που είχε αμάξι έλειπε και τα αστικά δεν είχαν αρχίσει ακόμα να κυκλοφορούν.

Έστριψε στο σοκάκι για να φτάσει πιο γρήγορα στο σπίτι. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε με το πρόσωπο στο έδαφος. Σάστισε. Σηκώθηκε, τίναξε τη σκόνη από πάνω της και τότε είδε πάνω σε τι είχε σκοντάψει. Μια κοπέλα. Μια κοπέλα νεκρή που το μόνο που φορούσε ήταν ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες.

Σοκαρίστηκε. Δεν είχε δει ποτέ νεκρό άνθρωπο. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Η κοπέλα φαινόταν μικρή, γύρω στα 25, με σημάδια σε όλο της το κορμί. Μώλωπες, γδαρσίματα, αίμα..στο κεφάλι και ψηλά στα πόδια της. Ενστικτωδώς, ακούμπησε το λαιμό της μήπως υπήρχε έστω και η μικρή υπόνοια σφυγμού, ένας ίχνος ζωής... Μάταια όμως..

Η Νατάσα κοίταξε γύρω της. Ήταν μόνη. Φοβήθηκε πολύ. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί στην θέση της δύστυχης κοπέλας. Ποτέ δεν φοβήθηκε τη νύχτα, αλλά σήμερα τα πράγματα ήταν τόσο διαφορετικά.

Λίγα μέτρα πιο κει κάτω από το κάδο σκουπιδιών κάτι γυάλιζε και της τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένα μικρό τσαντάκι. Το πήρε στα χέρια της και πήγε να το ανοίξει όταν άκουσε την σειρήνα ενός περιπολικού. Το έβαλε αμέσως στα πόδια. Αν την έβρισκαν εκεί, θα την ανέκριναν και σίγουρα δεν θα πίστευαν ότι ήταν απλώς μια περαστική.

Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Με την ψυχή στο στόμα άνοιξε την πόρτα της εισόδου και όρμησε μέσα. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά μέχρι τον τρίτο όροφο, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι λαχανιασμένη. Έπεσε βαριά στο πάτωμα πίσω από την πόρτα παίρνοντας βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει. Λίγα λεπτά αργότερα συνειδητοποίησε ότι ακόμα κρατούσε σφιχτά στα χέρια της εκείνο το τσαντάκι.

Ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες {TYS17 Winner} {GRWattys '15 Winner}حيث تعيش القصص. اكتشف الآن