΄Ηταν μια πολύ ζεστή ημέρα του Μαίου, το λεωφορείο γεμάτο κόσμο. Στάθηκα τυχερή μιά κοπέλα κατέβηκε και έτσι βρήκα θέση. Πάω να καθίσω και τι να δω! Ενα βιβλίο σκληρό μαύρο εξώφυλλο, χωρίς τίτλο και συγγραφέα. Το πιάνω στα χέρια μου, το ανοίγω, παλιές κιτρινισμένες σελίδες Κενές! Τί είναι πάλι τούτο; Το βάζω βιαστηκά στην τσάντα μου. Κοιτάω δίπλα να δω ποιοί με παρακολουθούν: Η διπλανή μου κοιμάται με ανοιχτό το στόμα. Απέναντί μου ένας ηλικιωμένος κύριος διαβάζει εφημερίδα και δίπλα του μια νεαρή γυναίκα στέλνει μηνύματα στο τελευταίας τεχνολογίας κινητό της.
Μα απορία το ΄χω που τα βρίσκουν όλοι τα χρήματα για καινούργια κινητά με τόση ανεργία; Δεν θα πάρω ποτέ απάντηση σε αυτή μου την ερώτηση. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, το βιβλίο στην τσάντα μου σαν να με καίει. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά, τώρα μου φαίνεται σαν κάτι να γυαλίζει, μπά η ιδέα μου θα είναι, αλλά γιατί να είναι κενό, μήπως είναι κανένα παλιό ημερολόγιο και δεν το είδα καλά; Κοιτάζω το ρολόι μου μια ώρα δρόμο έχω ακόμα για να φτάσω στο σπίτι μου, δεν αντέχω να περιμένω τόσο. Κοιτάζω έξω αφηρημένα μας έπιασε φανάρι, οχ κι άλλη καθυστέρηση. Ο απέναντι διπλώνει την εφημερίδα του και πατάει τη στάση να κατέβει, τη θέση του τώρα πέρνει ένας νεαρός τον κοιτάζω κόκκινες ανταύγιες και μαλλί σηκωμένο με ζελέ, παναγία μου τι κυκλοφορεί στον κόσμο σκέφτομαι, στη σκέψη της παναγίας η τσάντα μου πέφτει κάτω με θόρυβο και ανοίγει μια υγρή σταγόνα φαίνεται πάνω σε μια σελίδα, τι είναι σκουριά; αίμα; δεν μπορώ να δω αλλά τρομάζω μου έρχεται να το πετάξω από το παράθυρο αλλά σίγουρα θα με περάσουν για τρελή. Νιώθω το στόμα μου στεγνό, δεν έχω ούτε ενα μπουκαλάκι νερο μαζί μου. Ξανακοιτάζω την τσάντα μου, τα τσιγάρα μου έχουν πέσει στο διάδρομο με πολύ κόπο τα πιάνω πρίν τα πατήσει κανείς, το χέρι μου που τα έπιασε έχει αίμα, δεν πονάω δεν κόπηκα τι στο διάολο συμβαίνει; Σκουπίζομαι βιαστηκά με ένα χαρτομάντηλο, ευτυχώς κανείς δεν με προσέχει. Ολοι κατσουφιασμένοι και αμίλητοι σαν μούμιες, σκάω μια υποψία χαμόγελου μου φαίνονται όλοι τόσο αστείοι, αγαλματάκια ακίνητα, ακούνητα μέρα ή νύχτα σκέφτομαι, πώς κατάντησαν όλοι έτσι;
Ζεσταίνομαι, υδρώνω δεν μπορώ άλλο κλεισμένη εδώ μέσα, με πιάνει μια επιθυμία να καπνίσω. 45 λεπτά ακόμα πρέπει να υπομείνω αυτό το μαρτύριο. Δίπλα μου όρθιος ένας κοντοστούπης μεθυσμένος μυρίζει κρασίλα μου έρχεται να κάνω εμετό, ανοίγω το παράθυρο πάνω απ τη διπλανή μου και αυτή ξυπνάει και φωνάζει, τη στάση μου έχασα τη στάση μου και ευθυς σηκώνεται και παραλίγο να μου ρίξει πάλι την τσάντα που έχω ακουμπισμένη στα πόδια μου. Φεύγει και ο κόκκορας με το κόκκινο μαλλί, φεύγει και η δεσποινίς κινητό, σιγά σιγά το λεωφορείο αρχίζει να αδειάζει.