Έκλεισε και την τελευταία κούτα ενώ με τον μαρκαδόρο σημείωσε πάνω «ΕΎΘΡΑΥΣΤΟ». Ήταν τα τελευταία πράγματα από την κουζίνα, κυρίως τα καλά σερβίτσια από τους θείους της που ήθελε να πάρει μαζί της και να φτάσουν άθικτα στο νέο τους σπίτι.
«Το νέο μας σπίτι» μονολόγησε και χαμογέλασε.
Ακόμα απίστευτο της φαινόταν. Μετακόμιζαν. Μαζί. Αυτή και ο Μαθιός της. Σε ένα καινούργιο σπίτι, όλο δικό τους. Μόλις λίγες εβδομάδες έμεναν για να παντρευτούν και να αρχίσουν και επίσημα την κοινή τους ζωή.
Το βλέμμα της ταξίδεψε στα έπιπλα τριγύρω της. Ήταν όλα τυλιγμένο με λευκά πανιά. Είχαν από κοινού αποφασίσει να μην κρατήσουν τίποτα από τα παλιά. Αφού θα έκαναν μία καινούργια αρχή ας την έκαναν σωστά. Όλα νέα λοιπόν απαλλαγμένα από την σκιά του Στεφανή και τις αναμνήσεις που δεν ήθελε πια να την βαραίνουν. Κινήθηκε μέσα στο χώρο σαν να χόρευε στο ρυθμό μιας απαλής μουσικής. Το χέρι της ίσα που ακουμπούσε τα έπιπλα καθώς κινούνταν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Ώσπου το βλέμμα της έπεσε στο πιάνο. Τα πόδια της την έφεραν δίπλα του και ο νους της γύρισε χρόνια πίσω. Τότε που ήταν ακόμη μικρό κοριτσάκι και η μητέρα της συνήθιζε να της παίζει διάφορες συνθέσεις. Άλλες χαρούμενες και ζωντανές κι άλλες πιο λυπητερές και σκοτεινές. Η Βασιλική λάτρευε αυτή την συνήθεια. Ακόμα κι μετά το θάνατο της μητέρας της συνέχιζε να παίζει πιάνο. Μόνη της, χωρίς δάσκαλο. Παρόλο που οι θείοι της δεν την ενθάρρυναν, εκείνη δεν τα παρατούσε γιατί παίζοντας ένιωθε την μητέρα της πιο κοντά. Σαν να ήταν δίπλα της και να την καμάρωνε.
Στη σκέψη της μάνας της ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο της Βασιλικής και ένα γλυκόπικρο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη. Ο Μαθιός επέμενε να τον πάρουν στο καινούργιο τους σπίτι αλλά η ίδια δίσταζε. Άλλωστε χρόνια ολόκληρα είχαν περάσει από τη τελευταία φορά που το χρησιμοποίησε.
Ο Στεφανής δεν την άφηνε να παίζει. Τον ενοχλούσε έλεγε ο ήχος και τον έπιανε πονοκέφαλος.
Αλίμονο, σκέφτηκε η Βασιλική, ό,τι έκανε αυτή τον πείραζε.
Ωστόσο δεν του πήγε κόντρα. Όχι γιατί δεν ήθελε να παίξει αλλά γιατί δεν ήθελε να δώσει αφορμή για ακόμη έναν καβγά. Είχε κουραστεί.
Τα χέρια της σήκωσαν αργά το καπάκι και ακούμπησαν διστακτικά τα πλήκτρα. Γνώριμη η αίσθηση. Κάτι από το παρελθόν, από εκείνο το κοριτσάκι που προσπαθούσε με τη καθοδήγηση της μαμάς της να πατήσει σωστά τα πλήκτρα, ξύπνησε μέσα της την επιθυμία να παίξει.
Κάθισε στο σκαμπό και τοποθέτησε τα μακριά της δάχτυλα πάνω στα πλήκτρα. Στο νου της έπαιζαν διαρκώς τα λόγια της μητέρας της για την σωστή στάση του σώματος, τους ώμους της.
Τότε ακούστηκε ο ήχος. Το αγαπημένο της κομμάτι. Η σύνθεση του Σοπεν με τίτλο «Romance». Ήταν σαν τα δάχτυλα της να κινούνταν από μόνα τους. Ήξεραν απέξω το κομμάτι και εκτελούσαν άρτια κάθε κίνηση.
Αυτό το κομμάτι… Το κομμάτι που του είχε παίξει τότε για εκείνον… Η τελευταία φορά που έπαιξε….Για αυτό τα δάχτυλα και όλο της το σωμα το θυμόταν. Γιατί το είχε συνδέσει άρρηκτα με τον Μαθιό της.
●●●●●
Η μελωδία τον διαπέρασε πριν καν ανέβει τις σκάλες. Μόλις ανέβηκε η μισάνοιχτη πόρτα του φανέρωσε το θέαμα που είχε χρόνια να αντικρίσει.
Την είδε ανάμεσα στα άσπρα σεντόνια που κάλυπταν τα έπιπλα τριγύρω. Μία μαυροφορεμένη φιγούρα να κάθεται μπροστά από το επιβλητικό πιάνο. Τον μάγεψε. Τον μάγεψε η όψη της, ο ήχος από τα πλήκτρα, όλος ο συνδυασμός.
Έμεινε για λίγο να την κοιτάζει. Δεν ήθελε να την διακόψει. Από τότε που αποφάσισαν να μετακομίσουν προσπαθούσε να την πείσει να πάρουν το πιάνο μαζί τους, ώστε να ξανά αρχίσει να παίζει. Ήξερε πόσο της άρεσε και το ήθελε. Αλλά σαν όλα τα άλλα θέλω είχε θαφτεί κι αυτό βαθιά μέσα στην ψυχή της.
Ο ρομαντικός ήχος χάθηκε και μαζί του ξέφυγε και ένας βαθύς αναστεναγμός της Βασιλικής γεμάτος πόθο.
Ο Μαθιος που είχε μείνει να την χαζεύει αναθάρρεψε. Ο αναστεναγμός της άναψε μια σπίθα μέσα του.
Την πλησίασε και πριν προλάβει εκείνη να γυρίσει προς το μέρος του έσκυψε και την φίλησε απαλά στο λαιμό. Το φίλη του όμως δεν σταμάτησε εκεί. Άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω, ξεκουμπώνοντας ταυτόχρονα το φερμουάρ του φορέματος της. Τα φιλιά άρχισαν να γίνονται πιο έντονα και παθιασμένα όταν της ξέφυγε το πρώτο βογκητό.
«Μαθιό…» ψέλλισε ενώ εκείνος την γύρισε προς το μέρος του.
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και η σπίθα έγινε φωτιά που τους έκαιγε ολόκληρους.
«Βασιλική… αυτό το κομμάτι… είναι» ψιθύρισε παθιασμένα
«Το κομμάτι μας» ήρθε η απόκριση της μα συμπληρώσει τη φράση του, «αυτό που σου είχα παίξει τότε… στο σπίτι των θείων μου … μετά την πρώτη μας» η τελευταία φράση βγήκε σχεδόν αθόρυβα από το στόμα της αφού ένα δεύτερο βογκητό πήρε τη θέση της, καθώς τα χέρια του τυλίγονταν σφιχτά γύρω από τη μέση της και τα χείλη του ταξίδευαν πάνω στο στήθος της.
«Κάθε φορά μαζί σου είναι σαν… σαν την πρώτη μας φορά. Είσαι τόσο ξεχωριστή …» της εξομολογήθηκε κοιτάζοντας την στα μάτια.
Τότε εκείνη χώθηκε στον λαιμό του, ρούφηξε την μυρωδιά του και του ψιθύρισε στο αυτί ένα μεθυσμένο από έρωτα «Πάρε με… σε θέλω».
Οι λέξεις αυτές τον τρέλαναν. Τον έκαναν να την θέλει ακόμα πιο πολύ. Γινόταν πιο πολύ άραγε; αναρωτήθηκε. Το παθιασμένο φιλί που ακολούθησε ήρθε να του απαντήσει. Γινόταν βεβαιώθηκε.
Έπιασε με το χέρι του το γόνατο της και το έφερε στη μέση. Αμέσως το άλλο της πόδι αποκρίθηκε και σε μια στιγμή βρισκόταν ολόκληρη στην αγκαλιά του. Τα χείλη τους δεν ξεκόλλησαν λεπτό, αφού δεν γινόταν να χορτάσουν την γεύση του άλλου.
Με το ένα του χέρι κατέβασε αποφασιστικά το καπάκι του πιάνου και την ακούμπησε έτσι ώστε η πλάτη της να ακουμπάει πίσω. Το φόρεμα της που ήδη ήταν μισοκατεβασμένο έγινε ένα κουβάρι στο πάτωμα ενώ δευτερόλεπτα αργότερα ήρθαν να το συντροφεύσουν και τα δικά του ρούχα.
Μια στιγμή μόνο πριν μπει μέσα της σταμάτησε για να την κοιτάξει. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν όνειρο. Ότι ήταν όντως εκεί μαζί του. Δική του.
Τη φίλησε στο λαιμό κι άρχισε ρυθμικά να κατεβαίνει προς τα κάτω ώσπου έφτασε στο πιο μοναδικό σημείο της. Την ένιωσε να ανατριχιάζει κάτω από το άγγιγμα του…
Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε στεναγμούς πόθου και σταγόνες ιδρώτα που έρρεαν από πάνω τους, δημιουργήθηκε η ζωή, η οποία θα έκανε αισθητή την παρουσία της λίγες εβδομάδες αργότερα στο νέο σπίτι, χαρίζοντας ναυτίες στη Βασιλική και πρωτόγνωρα συναισθήματα στο Μαθιό. Το πλασματάκι αυτό που μεγάλωνε μέσα της ήταν το εισιτήριο τους για μια εντελώς νέα ζωή. Μια ζωή που χρόνια πριν ονειρεύτηκαν αλλά δεν τους άφησαν να ζήσουν. Ήταν μία γλυκιά μελωδία Ελπίδας …