Κάθομαι σε ένα πεζούλι, εστιάζοντας το βλέμμα μου χαμηλά, στο πέτρινο έδαφος.
«Γιατί δεν υπάρχει πια κόσμος εδώ πέρα;»
Τον ρωτάω. Εκείνος στέκεται μερικά βήματα μακριά από εμένα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του.
«Επειδή δεν υπάρχουν δουλειές»
Απαντάει λιτά ενώ μετακινεί τα χέρια στις θηλιές του τζιν του. Κατσουφιάζω από περιέργεια.
«Και τα χωράφια; το εργοστάσιο;»
«Το εργοστάσιο υπολειτουργεί πλέον, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι θέσεις εργασίας»
Απαντάει κάπως κοφτά, σαν να θύμωσε ξαφνικά με την ερώτηση μου.
«Όσο για τα χωράφια.... δεν έχουν καμία τύχη»
Προσθέτει, γυρίζοντας μου την πλάτη.
«Μα γιατί όχι; Για να τα καλλιεργείτε, σημαίνει ότι κάτι σας δίνουν»
«Οι περισσότεροι το κάνουν για τα ζώα τους, και κάποιοι άλλοι τα έδωσαν στο εργοστάσιο, για να τα σκάψουν...»
Μου εξηγεί, κοιτώντας με για λίγο πάνω από τον ώμο του.
«Κάποτε δίναμε παντζάρια, από την στιγμή που που έκλεισε εκείνο το εργοστάσιο....»
Προσθέτει, σκύβοντας παράλληλα το κεφάλι του. Νομίζω ότι τώρα αρχίζω να το καταλαβαίνω καλύτερα.
«Ουσιαστικά...»
Ξεκινάω να λέω, με αποτέλεσμα να του τραβήξω την προσοχή.
«Το εργοστάσιο του λιγνίτη είναι αυτό που κρατάει πλέον τον νομό ζωντανό»
Συμπληρώνω. Τον παρακολουθώ να κουνάει θετικά το κεφάλι του.
«Η περιοχή εδώ εξαρτάται και ζει από τον λιγνίτη»
Μου εξηγεί συνοπτικά. Ναι, είναι έτσι όπως το κατάλαβα. Και τι έμεινε να διαλέξουν πλέον κι αυτοί;
«Τώρα ο πρόεδρος ζητάει την μετεγκατάσταση....»
Κάνει παύση για να ρουθουνίσει ειρωνικά.
«Από ότι φαίνεται, αυτή είναι η τελευταία ελπίδα του χωριού να ανακάμψει»
Συμπληρώνει, τοποθετώντας τα χέρια στους γοφούς του. Μένω για λίγο σιωπηλή, να παρατηρώ την τσιτωμένη του έκφραση. Οι σκέψεις μου τρέχουν, μα πέφτουν πάλι στο κενό.
«Αν κατάλαβα σωστά, προσπαθείς να αποφύγεις το θέμα της μετεγκατάστασης»
Του εξηγώ το τελικό μου συμπέρασμα. Τα καστανά του μάτια ενώνονται ξανά με τα δικά μου.
«Απλώς πιστεύω ότι το να ξεκινήσεις από το μηδέν, είναι πιο δύσκολο από οποιαδήποτε άλλη δοκιμασία....»
Λέει, κάνοντας δύο βήματα κοντά μου.
«Ας πούμε ότι αύριο γίνεται η μετεγκατάσταση, σκέφτηκε άραγε κανείς τι θα γίνει αργότερα; πως θα επιβιώσει το χωριό σε ένα άλλο περιβάλλον;»
Συμπληρώνει, θέτοντας μου ένα σοβαρό ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσω άμεσα. Σηκώνομαι από την θέση μου, ώστε να τον πλησιάσω.
«Ποια είναι λοιπόν η δική σου πρόταση; τι το καλύτερο έχεις να προτείνεις για τον τόπο σου;»
Τον παρακολουθώ να ξεφυσά, ενώ παράλληλα περνάει το χέρι από τα μαλλιά του.
«Δεν ξέρω τι είναι σωστό. Μπορεί αυτό που θεωρώ εγώ σωστό τελικά να αποδειχθεί λάθος»
Απαντάει, ανεμίζοντας το ελεύθερο χέρι του. Βαδίζω προς το σημείο όπου τρεμοσβήνουν τα κεριά.
«Ποτέ δεν ξέρουμε ποιο είναι σωστό, μέχρι που το ανακαλύπτουμε»
Μονολογώ, κοιτώντας τις μικρές φλόγες μπροστά μου. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αισθάνομαι την παρουσία του δίπλα μου.
«Κάποιες φορές το σωστό βρίσκεται μπροστά μας, κι εμείς το αγνοούμε»
Στρέφω αργά το κεφάλι μου στο πλάι, για να ανακαλύψω ότι έχει εστιάσει ήδη την προσοχή του επάνω μου.
«Μας αρέσει να εθελοτυφλούμε. Είναι ένα στοιχείο που ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποβάλει από την προσωπικότητα του»
Εξηγώ, ανασηκώνοντας αθώα τους ώμους μου. Πρώτη φορά κάνω μια τέτοιου είδους κουβέντα με κάποιον. Ούτε με τον Μιχάλη δεν τα έχω πει αυτά. Ο ήχος του τηλεφώνου μου, με βγάζει απότομα από το κλίμα στο οποίο είχαμε μπει. Το βγάζω από την τσέπη του τζιν μου για να κοιτάξω πρώτα την οθόνη. Μόλις βλέπω το όνομα του, αισθάνομαι μια τσιμπιά ενοχής στο στήθος μου.
«Με συγχωρείς»
Λέω και έπειτα φεύγω από κοντά του για να απαντήσω.
«Έλα»
«Που είσαι; κοντεύει μεσημέρι και δεν με έχεις πάρει ούτε ένα τηλέφωνο!»
Μεσημέρι; Αμέσως απομακρύνω την συσκευή από το αυτί μου, για να κοιτάξω την ώρα. Θεέ μου, πράγματι, έχει πάει δώδεκα.
«Ισμήνη, ανησύχησα»
«Ηρέμησε Μιχάλη, είμαι καλά. Απλά ξεχάστηκα με τις τόσες δουλειές»
Τον καθησυχάζω, κοιτώντας τον απέραντο γαλάζιο ουρανό. Άλλη μια τσιμπιά ενοχής έρχεται για να με βάλει σε καινούργιες σκέψεις.
«Τέλος πάντων, πως πάει εκεί πέρα;»
Με ρωτάει, και καταλαβαίνω ότι προσπαθεί να αλλάξει θέμα. Ξέρω ότι τον ενόχλησε, αλλά αφού θέλει να το αποφύγουμε, ας μην του το χαλάσω.
«Προσπαθώ να βγάλω άκρη. Εσείς εκεί;»
«Ήσυχα, ήρεμα, όπως μας άφησες»
Απαντάει λιτά. Κουνάω αφηρημένα το κεφάλι μου, πριν τα μάτια μου πέσουν στον Στράτο. Τώρα στέκεται κοντά στην εικόνα του Χριστού. Περίεργος που είναι αυτός ο άντρας. Την μία αρνητικός την άλλη θετικός. Με μπερδεύει με την άποψη του. Για την ακρίβεια, δεν μπορώ να βγάλω κάποιο σταθερό συμπέρασμα.
«Πότε σκοπεύεις να κατέβεις στο σπίτι;»
Η φωνή του Μιχάλη με βγάζει από τις πολύπλοκες σκέψεις μου.
«Πιστεύω ότι την Παρασκευή θα γυρίσω»
Αν δεν τύχει κάτι καινούργιο εδώ πέρα.
«Χμμ, ωραία. Θα σε περιμένω τότε»
Απαντάει. Τότε, τα καστανά του μάτια στρέφονται στα δικά μου, σαν να είχε καταλάβει ότι τον κοιτούσα, σαν να είμαστε μαγνήτες.
«Ωραία, θα τα πούμε, φιλιά»
Λέω και μετά τερματίζω την κλήση μας. Αμέσως εκείνος με πλησιάζει, έχοντας τα χέρια κρυμμένα στις θηλιές του τζιν του.
«Όλα εντάξει;»
Με ρωτάει, με μια νότα περιέργειας στην χροιά του.
«Ναι, όλα μια χαρά. Πάμε;»
Τον ρωτάω. Παρατηρώ τα φρύδια του να σμίγουν, μα τελικά συγκατανεύει. Κατεβαίνουμε τις σκάλες, χωρίς να πούμε άλλη κουβέντα. Αισθάνομαι ότι το τηλεφώνημα του Μιχάλη άλλαξε την ατμόσφαιρα ανάμεσα μας. Άλλαξε εμένα βασικά. Έγινα ξανά κλειστή, σκληρή, επαγγελματική. Ίσως έτσι θα έπρεπε να είμαι μαζί με τον Στράτο, και με όλους. Άλλωστε για αυτό του ζήτησα να βρεθούμε σήμερα, για να πάρω μια δεύτερη γνώμη σχετικά με το χωριό, ήταν μια επαγγελματική συνάντηση. Το χωριό είναι το θέμα μου, σε αυτό πρέπει να εστιάσω την προσοχή μου.
«Τι θα κάνεις τώρα;»
Με ρωτάει μόλις φτάνουμε κοντά στο αγροτικό του.
«Αύριο είναι το συμβούλιο»
Του υπενθυμίζω, αλλά νομίζω ότι το λέω περισσότερο για εμένα. Τον παρακολουθώ να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.
«Το ξέρω»
«Θα έρθεις αυτή τη φορά;»
Τολμώ να τον ρωτήσω. Τα καστανά του μάτια εστιάζουν ξανά στα δικά μου.
«Δεν έχω καμιά δουλειά εκεί. Εξάλλου έχω πολλά θέματα για να ασχοληθώ»
«Αυτό όμως είναι το πιο βασικό. Σε παρακαλώ Στράτο, προσπάθησε να έρθεις»
Σχεδόν τον ικετεύω, και ειλικρινά, δεν μπορώ να πιστέψω ότι το κάνω εγώ αυτό. Τον παρακολουθώ να κατεβάζει το κεφάλι του, δείχνοντας ξαφνικά σκεπτικός. Περνάνε μερικά λεπτά αγωνίας, μέχρι που στρέφει την προσοχή του στο βουνό.
«Θα δω τι μπορώ να κάνω»
Αυτό δεν είναι ναι, μα δεν είναι ούτε και όχι. Υπάρχει ακόμα ελπίδα. Κουνάω απλά θετικά το κεφάλι μου, πριν μπούμε μέσα στο αγροτικό του.
BẠN ĐANG ĐỌC
Γη & ουρανός
Phi Hư CấuΗ Ισμήνη Παπακωνσταντίνου, ως βουλευτής, αναλαμβάνει να λύσει το πρόβλημα ρύπανσης σε ένα χωριό, στα βόρεια προάστια. Η υπόθεση του χωριού ίσως φαινόταν εύκολη στην αρχή! μα στην συνέχεια θα ανακαλύψει πως ίσως αυτή, ήταν η πιο λάθος απόφαση που έχε...