Είμαι μέσα

210 27 0
                                    

Στράτος POV

Μέχρι να φύγει, την αγνοούσα επιδεικτικά. Δεν ήθελα να της μιλήσω. Άλλωστε δεν υπήρχε και λόγος να μιλήσουμε. Εκείνη θα μου έλεγε τα δικά της, κι εγώ θα επέμενα στα δικά μου. Έχει λοιπόν κανένα νόημα να συζητάμε; Τώρα βρίσκεται και η μάνα μου στο μαγαζί. Στεκόμαστε στο μπαρ και απλά τους ακούω να συζητάνε.
«Τελικά, ίσως ο Απέργης να το πέτυχε το θαύμα»
Σχολιάζει ο πατέρας μου, δείχνοντας όμως λιγάκι επιφυλακτικός.
«Ποιο θαύμα; σε τι αναφέρεσαι Γιάννη μου;»
«Σήμερα ήρθε από δω με την βουλευτίνα, και μας ανακοίνωσαν ότι τελικά θα γίνει δημοψήφισμα. Επομένως θα αποφασίσει το χωριό για την μετεγκατάσταση»
Δεν μπορώ να καταλάβω τον ενθουσιασμό του. Δηλαδή, τι το καλό υπάρχει σε αυτήν την υπόθεση;
«Το προχώρησε δηλαδή τόσο πολύ;»
Αναρωτιέται η μάνα μου, δείχνοντας κι αυτή έκπληκτη με το κατόρθωμα του Απέργη.
«Η βουλευτίνα..... την έκανε την δουλειά της»
«Ήταν εδώ κι αυτή δηλαδή»
Το έπιασα το υπονοούμενο της μάνας μου. Της ρίχνω μια λοξή ματιά, μέσα από τις βλεφαρίδες μου.
«Ε τι σου είπα πριν λίγο βρε γυναίκα; Εκείνη έκανε την περισσότερη δουλειά, εκείνη πρότεινε κιόλας το δημοψήφισμα. Λέει πως είναι πιο δημοκρατικό να αποφασίσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι»
«Ναι, έχει και ένα δίκιο σε αυτό»
Αποκρίνεται η μάνα μου, σχεδόν με απαξίωση. Γιατί την αντιπαθεί τόσο πολύ; στο κάτω κάτω, δεν φταίει σε κάτι. Αναστενάζω.
«Δεν μπορώ να καταλάβω που είναι το θετικό στην όλη υπόθεση»
Λέω με ειλικρίνεια, παριστάνοντας τον αδιάφορο.
«Στράτο, αμάν πια!»
Ο πατέρας μου με μαλώνει, λες και έκανα κάτι κακό.
«Την γνώμη μου εκφράζω. Τι; θα μας το απαγορεύσει και αυτό ο Απέργης;»
«Στράτο, αρκετά με αυτό το πείσμα σου. Έχεις καταντήσει εκνευριστικός»
Καλά, σιγά μην συμφωνήσει μαζί μου. Απ' ότι είδα, τα χει κάνει πλακάκια με τον πρόεδρο. Όχι ότι δεν είχαν και πριν καλές σχέσεις, απλά τώρα έχουν γίνει πιο δυνατές, και μάλιστα για συγκεκριμένο σκοπό.
«Δεν είναι πείσμα, είναι η άποψη μου»
«Είναι καθαρό πείσμα!»
Επιμένει, χτυπώντας το χέρι του στον πάγκο. Δεν θέλω να του φέρω αντίρρηση, δεν μπορώ κιόλας. Χαμηλώνω τα μάτια μου στο πάτωμα, λες και εκεί κρύβεται η λύση που ψάχνω.
«Αν θέλεις να ψηφίσεις εναντίον της μετεγκατάστασης, να το κάνεις. Αλλά μην κάθεσαι και μου παπαγαλίζεις συνέχεια τα ίδια λόγια, δεν το αντέχω!»
Όση ώρα μιλάει, με την άκρη του ματιού μου, παρατηρώ την μάνα μου, η οποία μας κοιτάζει κάπως περίεργα. Σπάνια φτάναμε στο σημείο να μαλώσουμε με τον πατέρα μου, και τώρα μάλλον της φαίνεται περίεργο.
«Σε έχει πείσει με την μετεγκατάσταση, έτσι;»
«Πάντοτε ήμουν υπέρ της μετεγκατάστασης»
Με διορθώνει, δείχνοντας απόλυτος.
«Λυπάμαι, αλλά δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα....»
Λέω, νιώθοντας κουρασμένος. Κουρασμένος με τον πατέρα μου, με τον Απέργη, με την Ισμήνη, με όλους!
«Μην αγχώνεσαι λοιπόν, δεν πρόκειται να εκφράσω ξανά την άποψη μου»
Αυτές είναι οι τελευταίες μου λέξεις, πριν φύγω άρον άρον από το μαγαζί. Κανένας δεν με σταματάει αυτή τη φορά, ούτε καν η μάνα μου. Ίσως να πιστεύουν ότι μου έχει σαλέψει, πράγμα καθόλου απίθανο δηλαδή. Αν σκεφτείς ειδικά ότι τον τελευταίο καιρό, δρω σπασμωδικά, χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες, τότε ναι, μάλλον οδεύω καθαρά προς την τρέλα. Μπαίνω μέσα στο αγροτικό, νιώθοντας ένα βάρος να πλακώνει το στήθος μου. Άντε πάλι αυτό το χαζό συναίσθημα. Ωραία, και τώρα που ήρθα εδώ, τι; που θα πάω; που θέλω να τρέξω; Για την ακρίβεια, ξέρω που θέλω να τρέξω, όμως ο εγωισμός μου δεν το επιτρέπει. Ναι, για πρώτη φορά θα βάλω τον εγωισμό μου μπροστά, γιατί πρέπει να κρατήσω την αξιοπρέπεια μου.

Μετά από ένα απόγευμα ταλαιπωρίας στο χωράφι, πλησιάζουμε το αγροτικό μου μαζί με τον Βάγγο.
«Ιδρώσαμε, αλλά κάναμε καλή δουλειά!»
Σχολιάζει, προκαλώντας μου ένα στραβό χαμόγελο.
«Ναι, τελειώσαμε»
Λέω, ανοίγοντας την πόρτα του οδηγού.
«Να φανταστώ έμαθες για το δημοψήφισμα, ε;»
Ρωτάει μόλις βολευόμαστε στις θέσεις μας. Αναστενάζω.
«Ναι, είχα την τύχη να είμαι από τους πρώτους που το έμαθε»
Απαντάω μέσα από τα δόντια μου, με φανερή δυσαρέσκειά.
«Δεν περίμενα να το πάρεις καλά έτσι κι αλλιώς»
Αποκρίνεται περιπαιχτικά. Γυρίζω το κλειδί στην μίζα.
«Τι να πάρω καλά; το ότι θα κάνουν δημοψήφισμα για κάτι που δεν μπορούμε να αποφασίσουμε εμείς;»
Παραπονιέμαι, κουμπώνοντας την πρώτη ταχύτητα.
«Αφού ο Απέργης είπε ότι η κυβέρνηση θα συμφωνήσει με οποιαδήποτε απόφαση μας»
Ρουθουνίζω ειρωνικά. Πόσο αφελής είναι τελικά ο φίλος μου.
«Καλά, έτσι θέλουν να πιστεύουμε»
Πατάω μαλακά το γκάζι, βγαίνοντας από τον χωματόδρομο.
«Τέλος πάντων, εγώ δεν θέλω να είμαι τόσο απαισιόδοξος»
«Ούτε κι εγώ, αλλά με αναγκάζουν»
Απαντάω, προχωρώντας μέσα στην άσφαλτο.
«Η βουλευτίνα πάντως δείχνει πολύ έμπιστη»
Άλλη μια τραγική ειρωνεία. Τον λοξοκοιτάζω. Έτσι θέλει να πιστεύει λοιπόν, και αυτός. Μόνο που δεν γνωρίζει ότι εγώ έπεσα πολύ πιο νωρίτερα σε αυτήν την παγίδα.
«Πρέπει να πάω και από το μαγαζί»
Μουρμουρίζω αδιάφορα, θέλοντας να αλλάξω θέμα.
«Απόψε;»
«Ναι»
Απαντάω, εστιάζοντας μπροστά, στον δρόμο.
«Και γω θα σου έλεγα να βγούμε στην πόλη για κανένα ποτό με κάτι κοπέλες»
Ομολογώ ότι η πρόταση του μου κεντρίζει το ενδιαφέρον.
«Με κοπέλες;»
«Ναι. Με την Ντίνα και την Σοφία»
Μετά από τόσο καιρό, αισθάνομαι ξαφνικά την όρεξη να βγω έξω νύχτα, να διασκεδάσω σε ένα κλαμπ, να πιω αλκοόλ, να χορέψω.
«Εντάξει, είμαι μέσα»
Του ανακοινώνω, ρίχνοντας του μια σύντομη ματιά.
«Φίλε, θα περάσουμε υπέροχα! στο εγγυώμαι!»
Λέει, φανερώνοντας τον ενθουσιασμό του. Μάλλον αυτό είναι που χρειάζομαι, να ξεσκάσω και να ξεφύγω από την εικόνα της γαλανομάτας.

Γη & ουρανόςOnde histórias criam vida. Descubra agora