Στεκόσουν στη μέση του σαλονιού και με κοιτούσες να αγκαλιάζω το Λευτέρη χωρίς πραγματικά να μας βλέπεις. Δεν είχες αρθρώσει λέξη από τη στιγμή που ξεφούρνισε μπροστά σου την αλήθεια του, δεν είχες καν σαλέψει. Ακίνητος στεκόσουν εκεί, κι όταν το βλέμμα σου συναντήθηκε με το δικό μου αμέσως δείλιασε μακριά ηττημένο.
Ένα κομμάτι μου είχε νευριάσει μαζί σου. Ένα μεγάλο, κυρίαρχο κομμάτι μου ήθελε να κοπανήσει την πόρτα του υπνοδωματίου μας στη μούρη σου και να κάνει μέχρι την Κυριακή να σου μιλήσει. Το ενδεχόμενο ακόμα και τον αρραβώνα μας να τον έβγαζα στη μούγκα πέρασε ξυστά από το μυαλό μου, και για μια στιγμή δεν ένιωσα άσχημα που το σκέφτηκα.
Όταν ο Λευτέρης μας άφησε μόνους και ο μεταλλικός κρότος της εξώπορτας μας σφάλισε μαζί στο σπίτι, η οργή μονάχα φούντωσε. «Ωραία», σου είπα ψυχρά. «Και τώρα θα τα ξεκαθαρίσουμε οι δυο μας».
Στοιχηματίζω ότι θυμάσαι πολύ καλά εκείνη τη μέρα στο σχολείο, που ήρθες να με βρεις με την ουρά στα σκέλια κι εγώ σου επέστρεψα αυτό το ηλίθιο, υπέροχο, γκαντέμικο δαχτυλίδι που από όταν το φόρεσα χίλιες φουρτούνες μας είχαν βρει. Όχι ότι έλειπαν οι φουρτούνες νωρίτερα, κάθε άλλο, μα όταν μου λες ότι θέλεις να γεράσουμε μαζί, όταν μου ορκίζεσαι ότι δε θα με ξαναπληγώσεις και μετά το κάνεις, τότε πονάει πιο πολύ Κωνσταντή.
Πονάω πιο πολύ.
Σε εμπιστεύομαι με τη ζωή μου, πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο στον κόσμο αυτό, κι εσύ είσαι η προσωποποίηση της ανασφάλειας. Πιστεύω σε εμάς περισσότερο από ό,τι έχω πιστέψει σε οτιδήποτε, είμαι πρώτη μου φορά σίγουρη για κάτι – για μένα και για σένα – κι εσύ φέρεσαι λες και πατάμε πάνω σε λεπτό πάγο που θα σπάσει ανά πάσα στιγμή. Σε ξεμοναχιάζει η Ζωή στο σπίτι μας, στο δικό μας το σαλόνι, κι ενώ η ριμάδα η ζήλια γαργαλάει το δέρμα μου ξέρω ότι δεν είναι παρά ένα παιδιάρισμα αυτό που νιώθω γιατί είσαι δικός μου, γιατί είσαι εσύ, γιατί σε ξέρω και γνωρίζω πολύ καλά που στεκόμαστε. Κι εσύ μου κάνεις σκηνές ζηλοτυπίας κλεμμένες από βρωμοπατριάρχες σαν τον πατέρα σου, τρεις μέρες πριν τους αρραβώνες μας. Μου την έχουν στήσει και με ξεφτιλίζουν δημοσίως σαν να μην είμαι παρά ένα αντικείμενο για εκμετάλλευση, ανοίγουν ένα κάρο πληγές από την Τρούμπα που ανάθεμα κι αν είχαν ποτέ κλείσει, και μέσα σε όλα αυτά εσύ - ο άνθρωπός μου - αμφιβάλλεις για μένα στο πλευρό τους. Λες και δεν με ξέρεις.
Με αδικείς.
Και έτσι και σου τα πω όλα αυτά θα σε τσακίσω, κι αυτό είναι που με πονάει πιο πολύ από όλα. Γιατί ξέρω ότι θα τα πάρεις κατάκαρδα, ότι μόλις συνειδητοποιήσεις τι κάνεις και τι με κάνεις να σκέφτομαι μετά θα πατήσεις τον εαυτό σου κάτω και θα τον μειώσεις για ακόμη μια φορά, κι ό,τι ανασφάλεια έχεις θα στεριώσει για τα καλά. Κακό θα σου κάνω μόνο, έτσι το σκέφτομαι και δεν μιλάω, μα όσο δεν μιλάω τόσο μιλάς εσύ και όλο και περισσότερο με αδικείς. Και δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν ξέρω τι να σε κάνω.
YOU ARE READING
50 Αποχρώσεις του Μωβ
FanfictionΜια σειρά από ερωτικές σκηνές, όπου η Δρόσω κι ο Κωνσταντής βάζουν πλώρη για... άγνωστους ωκεανούς. [Canon, Multi, Rated: M (BDSM, περιγραφές ερωτικής πράξης, απρεπής γλώσσα), Γ87+]