Η Μερόπη και εγώ βρισκόμασταν σε αυτή την γη δεκαέξι χρόνια και δεκατέσσερα χρόνια σε αυτό το ορφανοτροφείο. Εμείς το αποκαλούσαμε "Οικία της ελπίδας", καθώς η ιδιοκτήτρια αυτής της μεγάλης οικίας είναι η κ.Ελπίδα. Ουσιαστικά, η κυρία Ελπίδα έχει τον ρόλο της αρχηγού καθώς μπορεί να πάρει και να εφαρμόσει όποια απόφαση θέλει αυτή. Ύστερα θα την ονομάσει " νομοσχέδιο του παρόντος ", καθώς για χρόνια προσπαθεί να μας πείσει πως η χώρα, ο πλανήτης, ο γαλαξίας ολόκληρος βρίσκεται σε αυτό εδώ το κτήριο. Λες και πάνω από το ταβάνι δεν υπάρχει ο συννεφιασμένος ουρανός (μιας και τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και αναμένουμε να χιονίσει) και κάτω από το πάτωμα δεν υπάρχει ο "κάτω κόσμος".
Κάποτε, τον "κάτω κόσμο" μου τον είχε μάθει κάποιος. Πριν τρία χρόνια, ζούσε μαζί μας ένα αγόρι, ο Μάριος και ήταν έφηβος. Είχε έρθει στην οικία της ελπίδας στις 24 Δεκεμβρίου παρόλο που ήταν ασυνήθιστο να γίνονται εισαγωγές παιδιών σε γιορτινές ημέρες. Εκείνες τις ημέρες λοιπόν, κυκλοφορούσε η φήμη, μαζί με τις κουτσομπόλες δίδυμες που μας ενημέρωναν για νεότερα: ότι ο Μάριος είχε χάσει τους γονείς του από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα ακαριαία. Μάλιστα, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό η οικογένεια ενθουσιωδώς κατευθυνόταν προς το αεροδρόμιο για να ταξιδέψουν στην Βουδαπέστη για τις Χριστουγεννιάτικες τους διακοπές που όλοι είχαν ανάγκη. Όταν αναποδογύρισε το αμάξι, όταν ακούστηκε μια χορωδία κραυγών και η συμπίεση σίδερων και μετάλλων των δυο αυτοκινήτων, τότε το ταξίδι της ζωής τριών ατόμων τερματίστηκε. Η μητέρα, ο πατέρας και ο αδερφός του Μάριου, έφυγαν από αυτόν τον κόσμο, αφού εκτοξεύτηκαν μακριά από το αυτοκίνητο. Ο Μάριος επέζησε. Ίσως χάρη στην ζώνη ασφαλείας που φορούσε αλλά ίσως να ήταν και η απόφαση της μοίρας συνεχίσει να ζει. Ο Μάριος τις πρώτες ημέρες που παρέμεινε στην οικία της ελπίδας, είχε σωματικό πόνο (οι δίδυμες, η Κωνσταντίνα και η Λαμπρινή, μας είχαν δείξει μια φωτογραφία από το στήθος του). Ήταν κατακόκκινο και σημαδεμένο από την ζώνη ασφαλείας. Ακόμα απορώ πως μπόρεσαν να τραβήξουν αυτή την φωτογραφία), και φυσικά ψυχολογικό πόνο. Όταν μας συναντούσε, μας κοιτούσε αποχαυνωμένος λες και χρειαζόταν επιπλέον χρόνο να φιλτράρει τις πληροφορίες για να μας αναγνωρίσει και ύστερα να μας γνέψει ένα <<γεια>>. Βέβαια, η Μερόπη δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Όμως, τεντωνόταν σαν ελατήριο όταν οι δίδυμες έρχονταν στο μικρό δωμάτιο που μοιραζόμασταν τρία κορίτσια, για να μας πληροφορήσουν για αυτόν. Στην οικία της ελπίδας, υπήρχαν αρκετά αγόρια αλλά ήταν αδιάφορα για να τα συγκρατήσει η μνήμη μου. Ο Μάριος όμως φαινόταν διαφορετικός από τους υπόλοιπους στην οικία. Η περιέργεια που έτρεφα για αυτόν ή η ανεξήγητη συμπάθεια που πήγαζε από εμένα, με οδήγησε στο δωμάτιο του εκείνο το απόγευμα. Είχε ζητήσει (σύμφωνα με τις δίδυμες), να μένει σε ένα δωμάτιο μοναχός του. Δεν μου ανήκε ποτέ κάποιος προσωπικός χώρος ή έστω να έχω την ψευδαίσθηση ότι κάτι μου ανήκει. Είχα να τον δω αρκετές ημέρες πλέον. Δεν έβγαινε ούτε στην τραπεζαρία την ώρα των γευμάτων που μαζευόμασταν όλοι εκεί, ούτε στο "υπέρλαμπρο" σαλόνι. (Αν και δεν είχε κάτι πρωτότυπο. Υπήρχαν μονάχα τέσσερα καθιστικά και μία τηλεόραση. Ακόμα δεν ξέρω γιατί το αποκαλούσαμε έτσι), αλλά ούτε στην αυλή. Είχε ζητήσει από τις μαγείρισσες να του σερβίρουν τα γεύματα στο δωμάτιο του, έτσι ώστε να μην βγαίνει έξω. Εξάλλου, ήταν εύκολο κανείς να έχει καλές σχέσεις με την Χριστίνα την μαγείρισσα. Ήταν νέα και κοντά στα παιδιά. Ήταν φανερό ότι ήθελε επιπλέον χρόνο να περάσει μόνος του και εγώ αποφάσισα να κάνω ακριβώς το αντίθετο από αυτό που σχεδίαζε. Εγώ είχα ήδη ζήσει εκεί παραπάνω από μια δεκαετία και δεν είχα βρεθεί ποτέ στην θέση του. Κάποτε άλλαξε το μέλλον της ζωής μου αλλά ήμουν αρκετά μικρή για να το πάρω χαμπάρι. Παρ 'όλα αυτά, φανταζόμουν πως είναι να αλλάζουν τα δεδομένα της ζωής σου από τη μια στιγμή στην άλλη, όπως του Μάριου. Τότε, μου άνοιξε την πόρτα αφού πάσχιζε αρκετές στιγμές να βρει από ποια μεριά ξεκλειδώνει η πόρτα. Με κοίταξε σαστισμένος και χαμογέλασε διστακτικά. Τα μάτια του! Δυο χειμωνιάτικες νύχτες γεμάτες βροχή.
«Ακόμα δεν ήρθα, έχω επισκέψεις. Πέρασε, μη φοβάσαι» χασκογελάσε και άνοιξε διάπλατα την πόρτα
Κοιτούσα αρκετές στιγμές την μορφή του από πάνω έως κάτω και ύστερα το βλέμμα μου περιπλανιόταν στο δωμάτιο του.
«Και εδώ πέρα τι κάνεις ακριβώς τόσες ώρες...27 για την ακρίβεια;» ένιωσα περήφανη για την έρευνα μου και για την γνωριμία μου με τις δίδυμες που ήξεραν την κάθε του κίνηση.
«Θα προσπεράσω το γεγονός ότι με κατασκοπεύεις σκοπίμως. Θα περάσεις όμως στο δωμάτιο μου;»
YOU ARE READING
Το πρώτο μου σπίτι
RomanceΤι είναι εξάλλου ένα σπίτι; Ένα άδειο δωμάτιο, μια σκεπή από πάνω του και το πάτωμα; ή μήπως ένας άνθρωπος που νιώθεις οικία, γαλήνη και ασφάλεια; Η Ευτυχία, μια νεαρή κοπέλα που πέρασε τα παιδικά της χρόνια σε ένα ορφανοτροφείο, στον "οίκο της Ελπί...