Έριχνα κλεφτές ματιές στο καθρέπτη του οδηγού όσο κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Στη μία άκρη του αυτοκινήτου εγώ και στην άλλη ο Μακρυγιάννης. Ο Σέργιος δεν είχε ξεκολλήσει τα μάτια του από τον δρόμο, κανείς δεν μιλούσε, άβολη ατμόσφαιρα με άβολη παρέα. Η διαδρομή ήταν ωραία όμως, μπορούσα να απολαύσω το απέραντο πράσινο και τα δέντρα όσο τα περνούσαμε με το αμάξι.
«Νομίζω» ο Μακρυγιάννης έσπασε πρώτος την άβολη σιωπή. «θα σου αρέσει εκεί που θα πάμε, θα βρίσκονται εξαίσιοι άνθρωποι.»
«Σε μεγάλη διαφημιστική δούλευα, τους έχω βαρεθεί αυτούς τους εξαίσιους ανθρώπους.»
Όταν με απέλυσαν από την εταιρία, έτρεξα για βοήθεια σε όσους γνωστούς είχα σε εταιρίες και όλοι μου γύρισαν τη πλάτη, ανούσιες γνωριμίες, όταν είσαι στα ψηλά όλοι σε λατρεύουν, όταν αρχίζεις να πέφτεις, πέφτεις μόνος σου.Η διαδρομή Κουνουπίτσας με Αθήνας έμοιαζε σαν κινέζικο βασανιστήριο, όταν επιτέλους φτάσαμε μπροστά από το πολυτελές ξενοδοχείο που θα ξεκουράζαμε τα κουφάρια μας, βγήκα από το αμάξι με το κεφάλι για να αποφύγω περαιτέρω συναναστροφές με τον Μακρυγιάννη. Έχετε δει στις ταινίες που μπαίνουν σε πυραμίδες να πάρουν το θυσαυρό και ξαφνικά αρχίζουν οι τοίχοι να πλησιάζουν τους κλέφτες μέχρι να τους κάνουν πουμαρό, κάπως έτσι ένιωθα και εγώ μέσα στο αμάξι.
Άνοιξα το πορτ μπαγκάζ να πάρω τα πράγματα μου, ο Σέργιος με πλησίασε και χωρίς να πει κουβέντα πήρε τις τσάντες από τα χέρια μου.«Πτώμα έχεις εδώ μέσα;»
«Είναι τα καλλυντικά μου.»
«Λες και θα κάνουν τη διαφορά.»Γούρλωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα θιγμένη, η γωνία των χειλιών του σχημάτισε ένα μικρό μείδιασμα, εμφανίζοντας το ένα του λακκάκι. Από μέσα του σίγουρα θα σκεφτόταν «Πω τι ατάκα είπα ο παίκτης.»
Παράλληλα, από το αμάξι έκανε έξοδο και η Ζωζώ Σαπουντζάκη, κούμπωσε το σακάκι του και στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα να θαυμάσει την αρχιτεκτονική του ξενοδοχείου.
«Η σουίτα και το δωμάτιο είναι έτοιμα, μπορείτε να ανεβείτε.» μας είπε ευγενικά η υπάλληλος στη ρεσεψιόν. Ο Σέργιος πήρε τα κλειδιά και τις αποσκευές και κατευθυνθήκαμε στο ασανσέρ. Όταν έκλεισαν οι πόρτες συνειδητοποίησα ότι τα μαθηματικά στο κεφάλι μου δεν έβγαζαν νόημα, δύο δωμάτια, τρεις οι άνθρωποι. Άνοιξα το στόμα μου σοκαρισμένη.
«Γιατί δύο δωματια; Εγώ που θα μείνω;» ρώτησα τον Μακρυγιάννη.
«Στη σουίτα μαζί μου, φυσικά. Είναι μια καλή ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα.»
Με έλουσε κρύος ιδρώτας, ήρθε η στιγμή που θα έπρεπε ο πορνόγερος να ικανοποιήσει τις ορέξεις του με το τρυφερό μου κορμάκι.
«Κι αν δεν θέλω;» τον ρώτησα.
«Δεν δέχομαι αντιρρήσεις δεσποινίς Πετράκη, υπάρχει συγκεκριμένη συμφωνία μεταξύ μας ή μήπως τη ξέχασες;» απάντησε αυστηρά ο Μακρυγιάννης.
Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν, μπροστά μας απλωνόταν ένας τεράστιος διάδρομος με πόρτες δεξιά και αριστερά. Ο Μακρυγιάννης άπλωσε το χέρι του για να μου κάνει νόημα να περάσω πρώτη. Τι gentleman, ανατρίχιασα. Όσο περπατούσαμε προς το δωμάτιο τόσο μεγάλωνε και η νευρικότητα μου, έσπαγα το κεφάλι μου να βρω έναν τρόπο να γλιτώσω το σημερινό τετ α τετ.
Μπήκαμε με τον Μακρυγιάννη μαζί στη σουίτα, τα μάτια μου εξερεύνησαν το τεράστιο χώρο που απλωνόταν μπροστά μου. Το πάτωμα γυάλιζε, το τεράστιο κρεβάτι ήταν στρωμένο στην εντέλεια, υπήρχαν βελούδινοι καναπέδες και ένα μίνι μπαρ με μπουκάλια, τα οποία θα χρειαστώ σίγουρα για να αντέξω αυτό το σαββατοκύριακο γολγοθά. Πλησίασα τη μπαλκονόπορτα και τράβηξα τη βαριά κουρτίνα, η σουίτα είχε θέα τη Ακρόπολη, κοιτούσα με λαχτάρα την αγαπημένη μου πόλη που είχα να επισκεφτώ τόσο καιρό. Βγήκα στο μπαλκόνι και πήρα μια βαθειά ανάσα, ήθελα να μυρίσω ξανά φρέσκο αθηναικό αέρα... Από κάτω γινόταν της τρελής από αμάξια, ακουγόντουσαν κόρνες, βρισιές και τσακωμοί.
«Σαν την Αθήνα δεν έχει.» είπα νοσταλγικά.
Ο Σέργιος άφησε τα πράγματα μας στη σουίτα και έφυγε, όσο ήμουν στο μπαλκόνι, ο Μακρυγιάννης ήρθε δίπλα μου. Στηρίξε τα χέρια του στο κάγκελο του μπαλκονιού και ατένιζε τη θέα μαζί μου. Άπλωσε το χέρι του και κράτησε το δικό μου, το έφερε κοντά στο πρόσωπο του και το φίλησε ευλαβικά.
«Την ευλογία σας πάτερ.» του είπα ειρωνικά και τράβηξα το χέρι μου αηδιασμένη. Ο Μακρυγιάννης γέλασε και συνέχισε να κοιτάζει τη θέα μαζί μου.
«Το ξέρω ότι δεν με συμπαθείς, αλλά αν φερθείς έξυπνα μπορεις να καταφέρεις πολλά μαζί μου.»
«Τελικά κάποιοι άνθρωποι το μόνο που έχουν να προσφέρουν είναι λεφτά.»
Πριν προλάβει να μου απαντήσει, χτύπησε το κινητό του, μπήκε ξανά στη σουίτα για να μιλήσει με την ησυχία του. Ένιωσα ανακούφιση όταν τον είδα να απομακρύνεται.
Στα ρουθούνια μου έφτασε ξαφνικά από το δίπλα μπαλκόνι η μυρωδιά τριγάρου, από το δίπλα μπαλκόνι μας χώριζε ένα μικρό τοίχος. Γύρισα και είδα τον Σέργιο να καπνίζει όσο ακουμπούσε και αυτός στο κάγκελο.
«Κρυφάκουγες;» τον ρώτησα όσο έδιωχνα τον καπνό με το χέρι μου. Με είχε ντουμανιάσει, τι σκατά, φουγάρο κάπνιζε;
«Δεν με αφορούν οι συζητήσεις σας.» απάντησε κοφτά χωρίς να με κοιτάξει.
«Τι λες για μια αλλαγή; Να έρθεις εσύ να κοιμηθείς σήμερα μαζί του και εγώ να κοιμηθώ στο δικό σου δωμάτιο; Δεν πιάνει πολύ χώρο ένα μάτσο ρυτίδες είναι.» είχα πλησιάσει το διαχωριστικό και τον κοιτούσα απελπισμένη. Μπορεί κάτω από το το σκληρό περιτύλιγμα να βρίσκεται μια τρυφερή καρδιά που θα με λυπηθεί και θα με αφήσει έρμαιο στα χέρια του πορνόγερου.
«Ήξερες που έμπλεκες, εγώ σε προειδοποίησα.» συνέχισε να καπνίζει ατάραχος. Όλες μου οι ελπίδες γκρεμίστηκαν. Τι περίμενα; Να με βοηθήσει να γλιτώσω το μαντρόσκυλο του Μακρυγιάννη;
YOU ARE READING
Παραδώσου
RomanceΑν ήμουν χρονιά, θα ήμουν το 2020. Αν ήμουν ταινία, θα ήμουν το The Room. Αν η ζωή μου ήταν σήριαλ, θα ήταν μεταγλωττισμένο βραζιλιάνικο. Aν ήμουν σιρόπι, θα ήμουν για το βήχα. Αν ήμουν χάπι, θα ήμουν υπόθετο. Αν ήμουν ιστορία αγάπης, θα ήμουν αυτή...