Το γράμμα

131 21 16
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Ξύπνησα ξανά μέσα στα άγρια χαράματα ιδρωμένη και με την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά νόμιζα πως θα βγεί από την θέση της, ξύπνησα για άλλη μια φορά μέσα στο άνχος και τον φόβο να κατακλύζει όλο μου το σώμα... Νόμιζα πως είχα τελειώσει με αυτούς τους εφιάλτες αλλά όχι επέστρεψαν ξανά.. Είχα καιρό να τους δω, φοβάμαι να κλείσω τα μάτια μου, φοβάμαι πως αν τα κλείσω θα βλέπω αυτά τα κακά όνειρα που με στοιχειώνουν από τότε που ήμουν δώδεκα ετών.
Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που έχω να σε δω κοριτσάκι μου, μου λείπεις τόσο πολύ... Γιατί με άφησες και εσύ μόνη μου. Είμαι μόνη σε έναν κακό κόσμο, σε ένα κόσμο που ο κάθε ένας κοιτάει να έχει ακριβά ρούχα και αμάξια, σε έναν κόσμο που δεν τον νοιάζει πως με αυτά που λέει πληγώνει κάποιον άλλων... Είναι τόσος καιρός που έχω να σου μιλήσω, γιατί έπρεπε να σε πάρουν και εσένα μακριά μου... Μου λείπεις...

1

Αυτές ήταν οι τελευταίες μου σκέψεις πριν με πάρει ξανά ο ύπνος.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα με την επιθυμία να πάω στο μέρος όπου την είδα τελευταία φόρα, και αυτό έκανα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και αφού ετοιμάστηκα έφυγα για το σπίτι της, πιο σπίτι βασικά ένα ερείπιο είναι. Ένα μισό καμένο ερείπιο... Έχει μείνει έτσι από τότε, έρχομαι καμία φορά με δυο τριαντάφυλλα και τα αφήνω εκεί μέσα στα συντρίμμια ένα για εκείνη και ένα για την μητέρα της, για τους δυο άγγελους φυλακές μου. Το ξέρω, το ξέρω πως είναι εκεί ψηλά και οι δυο και με προσέχουν. Καθώς έσκυψα να αφήσω τα δυο τριαντάφυλλα που κρατούσα τόση ώρα στα χέρια μου είδα μια φιγούρα να με παρακολουθεί. Άφησα γρήγορα γρήγορα τα τριαντάφυλλα και έφυγα από εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσα, φοβήθηκα δεν ήξερα ποιός είναι, ίσως να ήταν η ιδέα μου μπορεί όμως και όχι αν όμως δεν ήταν ποίος θα μπορούσε να είναι εκεί και γιατί; Αυτό το ερώτημα τριγύριζε στο μυαλό μου όσο περπατούσα μέχρι που αρκετά λεπτά αργότερα πέρασα την μεγάλη σιδερένια πόρτα της σχολής μου όπου πάω τα τελευταία δυο χρόνια.
2

Πέρασαν επιτέλους αυτές οι 7 βασανιστικές ώρες και έφυγα από την σχολή. Περπάτησα αρκετά μέχρι να φτάσω επιτέλους στο σπίτι μου, όταν πια έφτασα στην εξώπορτα της πολυκατοικίας την άνοιξα και μπήκα μέσα, περπάτησα λίγα μέτρα μέχρι τις σκάλες και όταν επιτέλους ανέβηκα τους δυο αυτούς ορόφους έβγαλα τα κλειδιά από την τσέπη μου αλλά μου έπεσαν στο πάτωμα και όταν έσκυψα να τα πιάσω είδα έναν φάκελο που είχε πάνω το όνομα μου έπιασα τον φάκελο, τα κλειδιά μου και άνοιξα την μεγάλη ξύλινη βαριά πόρτα του διαμερίσματος μου. Μπήκα μέσα έβγαλα τα παπούτσια μου, άφησα τα κλειδιά μου στο τραπεζάκι που έχω δίπλα στην πόρτα και πήγα στον μικρό καναπέ όπου έκατσα, πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα τον φάκελο νομίζοντας πως είναι ένας ακόμα απλήρωτος λογαριασμός μου. Έσκισα τον φάκελο και έβγαλα το χαρτί που είχε μέσα. Δεν ήταν όμως τελικά αυτό που νόμιζα, ήταν ένα γράμμα από κάποιον άγνωστο δεν είχε όνομα, διεύθυνση, δεν είχε τίποτα.

Το μονοπάτι της σιωπηςWo Geschichten leben. Entdecke jetzt