Κεφ. 3.3 Στη σκιά της σύγκρουσης (Μέρος Β')

15 6 8
                                    

Πριν οι σάλπιγγες ηχήσουν

Το πρώτο φως της επόμενης μέρας άρχισε να ροδίζει κατά την Ανατολή. Ο ουρανός ήταν καθαρός και ελάχιστα σύννεφα ήταν έτοιμα να καλωσορίσουν το πρώτο σήκωμα του ήλιου. Μια παράξενη σιωπή βασίλευε στον κάμπο της Θήβας. Λες και όλα τα πλάσματα της φύσης ολόγυρα κρατούσαν την ανάσα τους.

Ο Αργίτικος στρατός ήδη ξεκινούσε να διανύει τα πρώτα του στάδια απέναντι στα τείχη της Θήβας. Ο Άδραστος καβαλίκεψε τον Αρίωνα τον κυανοχαίτη. Ένα περήφανο ανίκητο μέχρι τώρα άλογο, προσωπικό δώρο του Ηρακλή στον βασιλιά του Άργους. Στάθηκε πρώτος στη γραμμή της παράταξης με δεξιά κι αριστερά τους υπασπιστές του. Θα οδηγούσε το Ιππικό, που είχε χωριστεί σε τρία τμήματα. Ένα στο κέντρο μπροστά και άλλα δύο στα πλάγια της παράταξης.

Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε τα λοφία των οπλιτών αλλά και των καβαλάρηδων. Ένα παράξενο λευκό χαλί φαίνονταν ο λευκάσπιδος Αργίτικος στρατός, από ψηλά. Λες και κάποιος το είχε απλώσει σε ολάκερο τον κάμπο.

Στη γωνία, στο πλάτωμα πάνω στις εξωτερικές επάλξεις του παλατιού, ένας άντρας και μια γυναίκα είχαν σμίξει σε μια δική τους αγκαλιά. Μια αγκαλιά αποχαιρετισμού και αγωνίας. Ο άντρας ήταν ψηλός, στιβαρός, ντυμένος τη στολή ενός πολέμαρχου. Στο ένα του χέρι κρατούσε την χάλκινη περικεφαλαία του και το άλλο του χέρι κρατούσε με πάθος μια γυναίκα.

Η Ισμήνη άπλωσε τα χέρια της να κρατήσει στην αγκαλιά της τον νεαρό και επιβλητικό άντρα. Στα μάτια της ήταν ζωγραφισμένη όλη η αγωνία του αποχωρισμού. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια λες και ήθελε να φυλακίσει το χρόνο μέσα τους.

"Θέλω να προσέχεις Περικλύμενε, αν πάθεις κάτι...." λύγισε στα λόγια της.

Ο επιβλητικός πολέμαρχος χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά της.

"Μην φοβάσαι αγαπημένη μου. Στο υπόσχομαι"

"Θα σε περιμένω στον ναό της Αθηνάς, θα είμαι εκεί"

"Εντάξει, θα βρω το χρόνο να σε δω" της είπε.

Αποχωρίστηκαν με ένα παθιασμένο φιλί. Καρπός του έρωτα που κρατούσε τη φωτιά αναμμένη στις καρδιές τους. Ο Περικλύμενος φόρεσε την χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι του. Έσφιξε τη θήκη με το ξίφος του στη ζώνη του. Χώρισαν. Γύρισε και της έριξε μια τελευταία ματιά λίγο πριν χαθεί προς τις πύλες της πόλης για να πάρει τη θέση του στη μάχη που ξεσπούσε. Η Ισμήνη έσυρε τα βήματά της στον ναό της Αθηνάς. Ήταν χτισμένος έξω απ τις πύλες της πόλης προς την άλλη μεριά. Πίστευε μακριά από το πεδίο της σύγκρουσης.

Τα δώρα της ΑρμονίαςWhere stories live. Discover now