Η λεπτή κουρτίνα ανέμιζε ανέμελα στο βραδινό αεράκι πίσω από την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα. Η Δανάη δεν θυμόταν να είχε αφήσει ανοιχτό το παράθυρο το πρωί που έφυγε, όταν όμως πλησίασε κι είδε την φιγούρα που στεκόταν έξω στη βεράντα, κατάλαβε. Ακουμπούσε στα κάγκελα σε μια φαινομενικά χαλαρή στάση και κοιτούσε αφηρημένος τα φώτα της απέναντι πολυκατοικίας όσο το τσιγάρο αργόσβηνε ανάμεσα στα δάχτυλα του.
«Ιάκωβε;»
Ένιωσε την μικρή της παλάμη να ακουμπά απαλά το μπράτσο του και μύρισε το άρωμα της στον αέρα. Ήθελε να κλείσει τα μάτια, να πάρει μια βαθιά ανάσα και να απολαύσει για λίγο εκείνη την γλυκιά μυρωδιά, όμως αυτό στα μάτια της θα φαινόταν σαν αθέτηση. Αθέτηση μιας υπόσχεσης που τον βασάνιζε χρόνια. Έριξε το βλέμμα του πάνω της και την κοίταξε κατάματα. Φαινόταν εξουθενωμένη παρά τη προσπάθεια της να το κρύψει. Σχεδόν την λυπήθηκε για τον καβγά που ήταν διατεθειμένος να ξεκινήσει. Σχεδόν όμως.«Γεια σου αδερφούλα» οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν σε ένα προσποιητό νωχελικό χαμόγελο.
«Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;»
«Εσυ μου έδωσες κλειδιά του σπιτιού, το ξέχασες;» οι μπούκλες της μπερδεύονταν μπροστά στα μάτια της χαλώντας την εκνευρισμένη έκφραση.
«Δεν το ξέχασα, αλλά δεν μπορείς να μπαίνεις έτσι στο σπίτι μου χωρίς ειδοποίηση»
Ο Ιάκωβος αγνοώντας την περπάτησε μέχρι το εσωτερικό του σπιτιού και κάθισε φαρδύς πλατύς στον καναπέ. «Έμαθα ότι θα φιλοξενήσεις τον αδερφούλη μας» η ειρωνεία που χρωμάτιζε την φωνή του δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε καταλάγιασε τα νεύρα της Δανάης. Κλώτσησε τα πόδια του, που με αναίδεια είχε απλώσει πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και τον κοίταξε αυστηρά «Δεν ήρθες ούτε μια φορά να τον δεις στο νοσοκομείο και τώρα σε πήρε ο πόνος για το τι κάνει;»«Δεν με αφορά τι θα κάνει το μπάσταρδο του πατέρα, αλλά-».
«Ούτε ποιον βάζω σπίτι μου είναι δουλειά σου» τον διέκοψε εκείνη.
Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και την παρατήρησε. Το βλέμμα του διέτρεξε ξεδιάντροπα όλο της το σώμα, από τις καμπύλες τις οποίες τόνιζε το στενό τζιν της, έως τα πράσινα μάτια της που γυάλιζαν θυμωμένα κάτω από τον χαμηλό φωτισμό και γλίστρησε από τις σκούρες μπούκλες των μαλλιών της ως τα μακριά της πόδια, για να καταλήξει και πάλι στο πρόσωπο. Σηκώθηκε απότομα εγκαταλείποντας τον άνετο καναπέ, φέρνοντας το πρόσωπο του μερικά εκατοστά μακριά από το δικό της. Μειδίασε μοχθηρά προτού ανοίξει το στόμα του,
VOCÊ ESTÁ LENDO
Άλμα γρηγορότερο απ' τη φθορα - ON HOLD
Mistério / SuspenseΗ Δανάη νόμισε πως επιτέλους τα σχοινιά που την χειραγωγούσαν φάνηκαν. Πως θα μπορούσε να τα κόψει οποιαδήποτε στιγμή. Μα ξέχασε πως το χέρι που θα κρατάει το ψαλίδι κι αυτό Άλλος το κινεί.