Κεφάλαιο 11

891 91 20
                                    

Σκηνή πρώτη.

Καθόμουν στο μετρό με κλειστά μάτια και τα χέρια μου σταυρωμένα στο στήθος, ο ήχος του μετρό στα αυτιά μου έμοιαζε με μελωδία. Αν μπορούσε να ουρλιάξει η ψυχή μου, θα ακούγονταν κάπως έτσι. Οι άνθρωποι δίπλα μου μιλούσαν δυνατά, παρεές με πιτσιρικάδες φώναζαν και έβαζαν διαπασών μουσική από το κινητό τους, άλλοι επέστρεφαν από τις δουλειές τους και κοιμόντουσαν καθιστοί αγκαλιά με τη τσάντα τους.

Όταν κατέβηκα στη στάση, έβαλα τα χέρια στις τσέπες και με σκυμμένο κεφάλι χάθηκα μέσα στο κόσμο. Περπατούσα βιαστικά, είχα το συνεχή φόβο ότι θα με βρει και θα με επιστρέψει σε αυτή τη σουίτα. Δεν ήμουν έτοιμη να κοιμηθώ στο ίδιο κρεβάτι με το λείψανο. Το σχέδιο μου για εκδίκηση είχε ξεκινήσει να κάνει νερά... Εδώ που τα λέμε τι νερά, πλημμύρες ολόκληρες.
Προχωρούσα σε γνωστούς δρόμους και σοκάκια, τα πόδια μου ακολούθησαν τη δύναμη της συνήθειας, δίχως να το καταλάβω η χαρακτηριστική μυρωδιά γιασεμιού έφτασε στα ρουθούνια μου. Σταμάτησα μπροστά από τη καγκελόπορτα του σπιτιού μου. Του παλιού μου σπιτιού. Πλησίασα να δω την αυλή, δεν υπήρχαν πλέον οι λευκές σιδερένιες καρέκλες και το λευκό τραπεζάκι που είχα τοποθετήσει δίπλα από τις λεμονιές. Από τις αγαπημένες μου γλάστρες είχαν απομείνει αυτές με το γιασεμί, σε όσες είχα φυτέψει βασιλικό, με κοιτούσαν μαραμένες σε μια άκρη της αυλής.

Κοίταξα τριγύρω μου και πέρασα το χέρι μου από τη καγκελόπορτα για να την ανοίξω, πριν ακούσω το χαρακτηριστικό ήχο, έριξα μια τελευταία ματιά προς το σπίτι να δω αν ήταν τα φώτα και τα παράθυρα κλειστά. Μπήκα στην αυλή στις μύτες των ποδιών μου και πλησίασα το λάστιχο, άνοιξα με προσοχή το νερό και ξεκίνησα να ποτίζω τις μαραμένες γλάστρες με βασιλικό, τις λεμονιές στο παρτέρι και το γιασεμί που με το ζορί στεκόταν υπερήφανο.

«Έφυγα και μου μαραθήκατε.» μοιρολογούσα πάνω από τα φυτά σαν τη τρελή της γειτονιάς. «Αλλά να μου πείτε εδώ μαράθηκα εγώ, εσείς θα αντέχατε;»

Ένιωθα τα μάτια μου να υγραίνονται από τη νοσταλγία της παλιάς μου ζωής, κοιτούσα τριγύρω αναπολώντας τις αναμνήσεις που κρατούσαν οι τείχοι του σπιτιού και τα φυτά της αυλής. Μου έλειπαν όλα, η δουλειά μου, το σπίτι μου, η ζωή μου στην Αθήνα, άραγε θα επέστρεφα ποτέ πίσω;
Δεν λυπάμε τόσο για μένα, όσο για τους γονείς μου που έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να μπορέσω να ζήσω στην Αθήνα και τώρα χάθηκαν και οι δικοί τους κόποι. Εγώ να πάω στο διάολο, θα τη βρω την άκρη, εκείνοι; Πως θα πεις σε έναν μεγάλο άνθρωπο Όλα ξανά από την αρχή κάνε τα. Οι κόποι σου πήγαν χαμένοι.

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now